Μία από τις αγαπημένες λέξεις του Βύρωνα Πολύδωρα. Η ρίζα της λέξης ανάγεται στην αρχαιότητα και αναφέρεται σε μία μάσκα που παρίσταινε τη λυκόμορφη Μορμώ, ένα πλάσμα άσχημο και ποταπό. Η Μορμώ ήταν ο πρόγονος του σημερινού Μπαμπούλα, βρώμικη, επικίνδυνη και αποκρουστική, φόβητρο για τα παιδάκια που δεν έτρωγαν το φαΐ τους!

Δεν θα επιτρέψω σε κανένα μορμολύκειο της παράταξης που στα δύσκολα χρόνια της αντιπολίτευσης κρυβόταν, να διεκδικεί εύσημα προσφοράς στο κόμμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Cunning Linguist

Αυτό βέβαια καμία σχέση δεν έχει με αργκό... Πιο επίσημη λέξη για το συγκεκριμένο δεν υπάρχει...

#2
xaxac

ε, σαν ύστατο φόρο τιμής στον εθνικό-τραγέλαφο-Βύρωνα ν' αντικαταστήσουμε άμεσα τη λέξη «μορμολύκι» με το «Πολύδωρας» - μια που του αρέσει να μην του χαλάσουμε και το χατίρι :Ρ

#3
Ο ΑΛΛΟΣ

Και όμως. Στο δίπλα λήμμα έχει καταγραφεί η έννοια με την οποία το έχω ακούσει κι εγώ να χρησιμοποιείται σήμερα, η έννοια «πουρό, ραμολιμέντο». Δεδομένου ότι ιστορικά η ορθή σημασία είναι αυτή που έχουμε εδώ, του μπαμπούλα, νομίζω ότι η άλλη μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος «αργκό των εγγραμμάτων».

#4
soffia

μορμολύκειο < αρχαία ελληνική μορμολύκειον < μορμολύττομαι < Μορμώ

Μορμώ. Μυθολογικό ον. Δαιμονική μορφή, σύμφωνα με την παράδοση, αποτελούσε φόβητρο των μικρών παιδιών, καθώς τα δάγκωνε όταν αυτά ήταν άτακτα και τα άφηνε κουτσά. Επιβίωσε και στη μεταγενέστερη ελληνική παράδοση με το όνομα Λάμια (βλ. λ.) ή Έμπουσα (βλ. λ.). 
Από το όνομα της Μ. προήλθε και το μορμολύκειο, προσωπίδα που τη χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα για να φοβίζουν τα άτακτα παιδιά. Παρίστανε ένα φανταστικό τέρας που είχε τη μορφή λύκου. Μορμολύκεια ονομάζονταν επίσης τα προσωπεία που φορούσαν οι ηθοποιοί στο θέατρο.

πανάσχημος γέρος ή γριά που η εμφάνισή του / της απωθεί τους πάντες