Ο παλιόγερος, η παλιόγρια.

Σιγά να μην παντρευτώ το μορμολύκειο. Χάθηκαν οι νέοι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
soffia

μορμολύκειο < αρχαία ελληνική μορμολύκειον < μορμολύττομαι < Μορμώ

Μορμώ. Μυθολογικό ον. Δαιμονική μορφή, σύμφωνα με την παράδοση, αποτελούσε φόβητρο των μικρών παιδιών, καθώς τα δάγκωνε όταν αυτά ήταν άτακτα και τα άφηνε κουτσά. Επιβίωσε και στη μεταγενέστερη ελληνική παράδοση με το όνομα Λάμια (βλ. λ.) ή Έμπουσα (βλ. λ.). 
Από το όνομα της Μ. προήλθε και το μορμολύκειο, προσωπίδα που τη χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα για να φοβίζουν τα άτακτα παιδιά. Παρίστανε ένα φανταστικό τέρας που είχε τη μορφή λύκου. Μορμολύκεια ονομάζονταν επίσης τα προσωπεία που φορούσαν οι ηθοποιοί στο θέατρο.