Όοοπα, όπα ironick τώρα άρχισες πόλεμο :Ρ
γιατί μια άλλη ωραία παρανόηση ήταν μιας γνωστής μου φιλόλογου που μπέρδευε τις έννοιες του «διακριτικά» και του «αδιάκριτα», τις εννοούσε δηλαδή κυριολεκτικά (διακριτικά = διακρίνω, αδιάκριτα = δεν διακρίνω) και μας έλεγε ιστορίες που είχε πάθει μέχρι να καταλάβει ότι το διακριτικά σημαίνει αδιάκριτα και το αδιάκριτα σημαίνει διακριτικά (βασικά ήδη έχει γίνει μπλέξιμο). Όποτε ξεκινάει την κουβέντα αυτήν, πάντα καταλήγουμε να λυνόμαστε στα γέλια ενώ έχουν παρέλθει συζητήσεις επί συζητήσεων, παραδείγματα επί παραδειγμάτων και ποτέ δε καταλήγουμε για το ποια τελικά είναι η σωστή έννοια. Είναι μεγάλη ιστορία...
«ή ακόμα και ανεπίσημο μέρος όπου ο κόσμος τείνει να αγαπιέται.» που λέει και ο νταής στην άλλη εξήγα, δηλαδή κάπου έξω, συμπληρώνω εγώ, σε πάρκο, σε αδιέξοδο χωματόδρομου και άλλα τέτοια.
Επίσης ακούγετε από την gay κοινότητα και μάλιστα στην αναφώνηση του «ξενέεεεεεε» ακολουθεί χαρακτηριστική χειρονομία όπου το χέρι έρχεται στο ύψος του προσώπου σπάει από τον καρπό, με την παλάμη να κοιτάει προς τα κάτω και να κουνιέται δεξιά-αριστερά.
Επίσης σε μικρή ηλικία το καταλάβαινα με την απόλυτα κυριολεκτική σημασία δηλαδή ότι είναι κοντά τα χέρια μου...
Απορία: Τι σημαίνει το κπ.;
Ε, όχι και ανώνυμα! ασασασ είναι το όνομά του και επειδή σα να απεχθάνεται τους αγγλισμούς μου φάνηκε, το έκανε το όνομά του ελληνικό γιατί ήταν let'slet'slet's άλλα εγώ σου λέω ότι είναι (ασασ)άσος...
Μα καλά «koita vizia to miki maou»;! Αχαχαχαχαχαχαχα! Πέθανα!
Άσε δε το παράδειγμα!
Αυτά είναι με το σλανγκγκρ, λύνεσαι στα γέλια από το πουθενά!
Ξέρω, ξέρω, ponyro «[I]Μια ιδέα ρίχνω [...] ίσως θα ήταν καλύτερα να μην το ανέβαζες - λέμε τώρα.»
Εν προκειμένω, το ΛΚΝ λέει:
μανάρι το [manári] O44 : 1. (λαϊκότρ.) αρνί, κατσίκι ή μοσχάρι που το τρέφουν ειδικά, επειδή το προορίζουν για σφάξιμο· θρεφτάρι: Bόσκω / ταΐζω το ~. Σφάξαμε το ~ για να γιορτάσουμε το Πάσχα. 2α. (μτφ.) για αγαπημένο πρόσωπο, ιδίως ως χαϊδευτική προσφώνηση. β. ως θαυμαστικό επιφώνημα σε ωραία, άγνωστη γυναίκα. μαναράκι το YΠOKOP. μαναρούλι το YΠOKOP. μανάρα η MEΓEΘ στη σημ. 2β. [ίσως μάν(α) -άρι· μανάρ(ι) -ούλι· μανάρ(ι) μεγεθ. -α][/I]
...και δε θα διαφωνήσω, αλλά... δε ξέρω, το ψάχνω.
Όχι ρε φίλε! Το 'δα και σα' να γέμισε τρίχες ο στόμας μου! (-φτου-)
οικογένεια αγαμιόμαστε...
Καλά, ο ντόντουρμαν στο μήδι κάνει παπάδες!
Αφού μπήκα στον κόπο να διαβάσω κάθε ορισμό στα συνώνυμα, διαπίστωσα ότι το «ξυρίζει» το αναφέρει η Mes στο τσάφι. Μήπως να έμπαινε στον ορισμό η πάσα;
Το ξέρω να συμπληρώνεται και με το «...ντούρος, μπακαλιάρος;».
Ο μουλωχτός στα μουλωχτά.
Συνήθως όμως χρησιμοποιήτε απλά για να ανοίξει μεγάλης διατομής τρύπες σε μπετό.
Εγώ δε το ξέρω και ούτε και από τη Θράκη είμαι και ούτε και αν είναι σλάνγκ μπορώ να πω μετά βεβαιότητος αλλά διατηρώ βάσιμες υποψίες ότι είναι αδόκιμος όρος και συνάμα τοπικός ιδιωματισμός, λέω 'γω τώρα.
Έτος: 1934
Το μεγάλο σουξέ του Josef Schmidt από την γερμανική ταινία Ανοιξιάτικα τραγούδια
Μέσ' της Νάπολης σαν βγαίνω τα σοκάκια
βλέπω κάτι κοριτσάκια
που 'χουν μαύρα μάτια, κόκκινα χειλάκια
και τραγούδια λέν γλυκά
Τιριτόμπα, Τιριτόμπα
το φιλί σου είναι ζάχαρι γλυκό
Τιριτόμπα, Τιριτόμπα
είσαι μούρλια θηλυκό
Γιά την κάθε μαυρομάτα σινιορίνα
την παμπόνηρη τσαχπίνα
βγαίνουν νέοι με κιθάρες, μαντολίνα
και τραγούδια λεν γλυκά
Τιριτόμπα, Τιριτόμπα
το φιλί σου είναι ζάχαρι γλυκό
Τιριτόμπα, Τιριτόμπα
είσαι μούρλια θηλυκό
κοπύδι από σχόλιο του/της iwn στις 30/10/10 στο λήμμα τιριτόμπας.
Χαχαχαχαχα! 'στόατος!
Μήμπως και το «της» να έμπαινε σε «», όπως και το «ο»; (...με την κτητική αντωνυμία της (της μάς) και το άρθρο «ο» (ο μπάς)...)
Βάλτα όλα μέσα: Πυθαργκόριο θεώρημα (δε μου κάθεται καλά όμως)
Έλα μουντέ, ποτέ δε ξέρεις. Μήπως τελικά το λήμμα να προφέρετε Πυθαγόρειο θεώρημα, αργκό εντός παρενθέσεως (;)...
η συνέχεια είναι όμως όλα τα λεφτά: «Μονόπανος! Το Μο με δύο λάμδα όπως αυγό.»