Φρονώ πως θα έπρεπε να λέγονται «καβαντζάδικα» μια κι αποτελούν ένα είδος καβάντζας - παγίδας για να μαδήσουν κι όσες / όσους δεν μπορούν να τα στάξουν με τις εξωφρενικές αρχικές τιμές (οι τιμές τους -τουλάχιστον εδώ- είναι φθηνότερες χωρίς να είναι φθηνές).
@Khan: Ακριβώς όπως τα γράφεις. Όμως το «épectase» στα Γαλλικά σαν «θάνατος πάνω στον οργασμό» είναι σαφώς συνηθέστερο απ' ότι με τη φιλοσοφική του έννοια (δεν μου φαίνεται και παράξενο εδώ που τα λέμε) και καταγράφεται και στο Robert (τώρα μη μου ζητήσεις έκδοση). Και ναι, αφορμή στάθηκε ο θάνατος του καρδιναλίου.
Τώρα αν αυτός ο «μικρός θάνατος» που στην ουσία αναφέρεται στο στιγμιαίο χάσιμο της επαφής με την πραγματικότητα, αποτελεί ή όχι ντέμο του παραδείσου (οι ινδουιστές νομίζω το φρονούν αναντάμ παπαντάμ) δεν βλέπω να το συζητάμε (ελπίζω) σαν Παθιοί και Μαθιοί σύντομα (αμήν).
@Mes: Οι παλιοί έλεγαν πως το πηγάδι αβαρία δεν παθαίνει, (παθαίνει ο κουβάς / το κουβαδόσκοινο).
Εξάλλου, οι άντρες έχουμε πιο ευαίσθητη καρδιά (απ' όποια πλευρά κι αν το δεις).
@ΜΧΣ: Πάλι οι Γάλλοι χαρακτηρίζουν τον οργασμό σαν μικρό θάνατο (la petite mort).
[Προσέξτε πως ο θάνατος στα γαλλικά είναι γένους θηλυκού ενώ πολλάκις στο θέατρο έχει αναπαρασταθεί ως αρσενικοθήλυκος.] Τυχαία όλα; Δε νομίζω.
Λόγω viagra, cialis κλπ το φαινόμενο της ..επέκτασης πάντως φημολογείται πως βρίσκεται σε έξαρση (τα χρησιμοποιούν -εν είδει ντόπας- και μη έχοντες κάποιο σεξουαλικό ως προς την πράξη πρόβλημα, οπότε και εξού).
Το να τα κακαρώνεις πάνω στη φάση που αναφέρει η ironick, αποδίδεται στα γαλλικά με τον όρο: «Épectase» =(απ' το ελληνικότατο επέκτασις) θάνατος πάνω στον οργασμό.
Ο επεκτεινόμενος - αφορμή για τον όρο - ήταν ο Jean Daniélou ένας γάλλος καρδινάλιος (εν έτει 1974) που την ..έπαθε κατά τη συνεύρεσή του με μια ..θανατηφόρα πουτανίτσα.
Η εμπνευσμένη ανακοίνωση της σοκαρισμένης ντεμέκ Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ανάφερε «...dans l’épectase de l'Apôtre qu’il est allé à la rencontre du Dieu Vivant» «..εν τη επεκτάσει του Αποστόλου βαίνοντα προς συνάντησιν Θεού του ζώντος» -διορθώστε την καθαρεύουσά μου. (Ποιος είπε πως η υποκρισία είναι στείρα;)
Θανατηφόρος για τον γάλλο Πρόεδρο Félix Faure (1841-1899), αποδείχτηκε η μαντάμ Marguerite Steinheil σε μια άλλη πασίγνωστη στη Γαλλία περίπτωση επέκτασης.
Δεν ξέρω το γιατί. Θα μπορούσα να υποθέσω πως κάποιος έκανε τις απαραίτητες δοκιμές ως προς το ομαλόν της λειτουργείας του ιστιότοπου (ανεβάζω-διαγράφω).
Το σχόλιο μου έχει να κάνει με τη μεταφυσική πλευρά του γεγονότος:
Αν το 1 είναι ο μπαμπάς και το 2 η μαμά, το 3 είναι το ..μέλλον.
Αν αυτή η λογική (όχι απαραίτητα και δική μου) ισχύει, (εσκεμμένα ή όχι) μήπως πρέπει να δούμε στο «ψηλός» μια αύρα οιωνού;
Εξού και το:
«μαμ, κακά, κοκό (γαμήσι) και νάνι».
Εγώ το ξέρω πιο ενήλικο ή ενισχυμένο:
«μαμ, κακά, κοκό και νάνι».
Στο πρώτο κομμάτι του ορισμού (πορεία ζωής) είναι σαφώς πιο ολοκληρωμένο.
Στο δεύτερο προσαρμόζεται ως το έχεις.
Μπαίνει στο μαγαζί. Κοιτά γύρω. Εντοπίζει τρία άδεια τραπέζια. Διαλέγει το καλύτερο. Κάνει δυο αποφασιστικά βήματα. Σταματά. Ξαναδιαλέγει το πραγματικά καλύτερο. Δυο ακόμη αποφασιστικότερα βήματα. Μας κοιτά. Ανοιγοκλείνει αδιόρατα τα ρουθούνια και μετά τα μάτια. Σταματά. Αλλάζει κατεύθυνση και φτάνει στο τρίτο το …καλύτερο.
Ακουμπά την τσάντα της στο τραπέζι. Κοιτά την διπλανή πολυθρόνα. Μορφασμός απέχθειας. Ανοίγει την τσάντα της βγάζει μικρό κουτάκι. Το ανοίγει. Τραβά κάτι μικρό που το ξεδιπλώνει και γίνεται μεγάλο. Μοιάζει άσπρο. Με αποφασιστικές κινήσεις χαϊδεύει μ’ αυτό διεξοδικά τις επίπεδες επιφάνειες της πολυθρόνας. Μοιάζουν να πονάνε. Τελειώνει. Κοιτά το κάτι άσπρο που μοιάζει λιγότερο άσπρο. Υπομειδιά. Το πετά στο τασάκι πάνω στο τραπέζι.
Τραβά δεύτερο. Κάνει τα ίδια στην άλλη πολυθρόνα. Δυο γκρι πατσαβουράκια κάνουν παρέα στο τασάκι. Κλείνει την τσάντα της. Την ακουμπά στη διπλανή πολυθρόνα. Αυτή απ’ τη μεριά του τοίχου.
Βγάζει πολύ αργά το πανωφόρι της ώστε να μη χαλάσουν τα μπουκλάκια της. Το διπλώνει με μαεστρία. Τα μανίκια εξαφανίζονται. Το από μέσα γίνεται απ’ έξω. Το αποθέτει τρυφερά στη πολυθρόνα καλύπτοντας την τσάντα πλήρως.
Αργά, προσεκτικά μη τσαλακώσει το φόρεμα κάθεται.
-Βλέπεις κάτι που δε βλέπω; Ρωτά ο παρακείμενος μόρτης τον καρντάση του.
-Μπα. Μια κότα που παρκάρει.
(Εδώ, για να μην πιάνει χώρο παραπάνω. Για την καλή ‘βδομάδα).
Ο Νικοκλάκιας (καμηλιέρικο ζεϊμπέκικο του Βαγγέλη Παπάζογλου με το Στελλάκη Περπινιάδη)
Μάγκες τρέχανε στην πιάτσα κι έκαναν πολλά στραπάτσα βάρεσαν τον Νικοκλάκια τον δειλό τον κοχλαράκια.
Αχ ρε Νικολή φίλε μερακλή, αχ ρε Νικολή φίλε μερακλή που σε βάρεσαν οι μάγκες για να κάνουν ματσαράγκες.
Σ’ έφαγαν ρε Νικοκλάκια Μήτσος Κώτσος τα τσιράκια γιατί σου 'δειχναν την πίτα και σου κρύβαν τη μανίτα.
Αχ ρε Νικολή φίλε μερακλή, αχ ρε Νικολή φίλε μερακλή που σε βάρεσαν οι μάγκες για να κάνουν ματσαράγκες.
Λένε πως ο Νικοκλάκιας πριν να γίνει κοχλαράκιας ήτανε κι αυτός μαγκιόρος τουφατζής και κασσαδόρος.
Αχ ρε Νικολή φίλε μερακλή, αχ ρε Νικολή φίλε μερακλή που σε βάρεσαν οι μάγκες για να κάνουν ματσαράγκες.
in πούστης τον πούστη αγαπά, πουτάνα την πουτάνα, κι ο Μήτσος ο κολομπαράς τους παίρνει όλους σβάρνα
Εγώ δεν καταλαβαίνω πού κολλά ο ορισμός στην κατηγορία «σεξιστικά» (αφού τους παίρνει όλους σβάρνα).
Το «καρά-» σημαίνει «μαύρος» (Καραγκιόζης=Μαυρομάτης) κι είναι τουρκικής προέλευσης. Για το υπόλοιπο ρίξτε μια ματιά εδώ.
Το «καρά-» σημαίνει «μαύρος» (Καραγκιόζης=Μαυρομάτης) κι είναι τουρκικής προέλευσης. Για το υπόλοιπο ρίξτε μια ματιά εδώ, ίσως να βοηθήσει.
Νομίζω, πως οι διαφορετικές σημασίες που παρουσιάζουν αυτά τα λήμματα, οφείλονται στο ό,τι διαφορετικές ετυμολογικά ρίζες κατέληξαν στην ίδια λέξη.
Αυτό πιστεύω πως έγινε γιατί οι λέξεις αυτές είναι πολύ εύηχες (η ηχομιμητική ετυμολογία παίζει σε όλες) οπότε είναι αστείες στην εκφορά τους κι επιπλέον, όλες έχουν κάτι σκαμπρόζικο να περιγράψουν (αν το καλοσκεφτείς όλες κουβαλούν τη σλαγκιά μέσα τους).
Το χαρχάλι, όπως έχω αναφέρει, έχει μια έννοια (την Ε) που είναι συνώνυμη με των υπόλοιπων (προφανώς υπάρχει ομοιότητα και ετυμολογικά) αλλά στις βασικές του (Α, Β, Γ) διαφέρει ετυμολογικά.
Δεν είναι τυχαίο εξάλλου, πως δεν είναι αναμφίβολα ξεκαθαρισμένη ετυμολογικά καμία από αυτές τις λέξεις (η ρίζα –ρα και το ηχομιμητικό παίζουν πολύ ακόμη και στο «χαρχάλι» που έχει ετυμολογία και από το «κάλλαιο» αλλά και τουρκική. Ο Ροΐδης το θεωρεί «αμφίβολο λεξίδιο»).
Khan σου αφιερώνω για την αρβάλα,το παρακάτω για την καλή χρονιά.
Ίσα μωρή χαρχάλω, που μας έκανες κι εσύ κι η χαρχάλα σου, τα χαρχάλια χάρχαλα απ’ την πολύ αρβάλα. Βάλε μωρή, εκείνο το χάρχαλο τον χαρχαλά σου να σε χαρχαλέψει μια χαρχαλιά μπας και ξαρβαλέψεις και γλιτώσω κι απ’ τους δυο σας.
Άιντε μόκο μη ‘ρθω εκεί και σας πάρω αρβάλα και τους δυο χρονιάρες μέρες.
@betatzis:
Putana (to Annabella): Take the worst with the best, there's Grimaldi the soldier, a very well-timber'd fellow. They say he's a Roman, nephew to the Duke Montferrato; they say he did good service in the wars against the Milanese; but, 'faith, charge, I do not like him, an't be for nothing but for being a soldier: not one amongst twenty of your skirmishing captains but have some privy maim or other, that mars their standing upright. I like him the worse, he crinkles so much in the hams: though he might serve if there were no more men, yet he's not the man I would choose.
@betatzis: πρόκειται για το «Κρίμα που είναι πόρνη» του Τζον Φορντ ('Tis Pity She's A Whore-John Ford) σε μετάφραση Κλείτου Κύρου.
@vikar / @electron: Σας αφιερώνω το λήμμα γιατί παρείχατε το stimulus. Θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή για τον ορισμό Α5. Στην τούρκικη αργκό fındıkçı (απ’ το fındık: φουντούκι –λες, electron, και το εν λόγω ντούκι;-) είναι η ζωηρούλα που παίζει το ματάκι της. Αν μπορεί ας επιβεβαιώσει ή αποκλείσει (το πιθανότερο) κάποιος τουρκολόγος.
Και τα ρούχα (κυρίως τα μπλουζάκια) της Lacoste. π.χ. η φράση «Φοράει / Κυκλοφορεί με κροκοδειλάκια».
Πάλι για δερμάτινα είδη: «Από κροκόδειλο»= από δέρμα κροκοδείλου.
@punkelisd: το γκαργκανιάζω (φρονώ από το γκαρ - γκαρ του γαϊδάρου -αλλά διατηρώ επιφυλάξεις) το χρησιμοποιώ για το διψάω αφού έχω μιλήσει / φωνάξει τόσο πολύ, που επειδή έχει στεγνώσει το στόμα μου, πνίγομαι, και χρειάζομαι νερό για να συνέλθω. Όχι επειδή έλιωσα απ' τη ζέστη.
Ο Κωνσταντάρας στραβοκατάπιε και πνίχτηκε οπότε το χρησιμοποίησε, κατά τη γνώμη μου, καταχρηστικά γιατί σαν λέξη είναι αστεία. Αρχικά ζήτησε νερό όχι επειδή δίψασε αλλά γιατί πνίγηκε. Κατόπιν, το γύρισε στο «να πεθάνει κανείς από δίψα» για να δείξει το αχαΐρευτο των σπλάχνων του.
Σωστός και συμφωνώ κάργα για το «γκανιάζω», που -νομίζω- προκύπτει απ' το «γανιάζω» (που δεν είναι σλαγκ-π.χ. «το μωρό γάνιασε στο κλάμα» -έκλαψε γοερά). Και πράγματι, για να ησυχάσουν απ' το κλάμα δίνουμε στα μωρά νερό που το πίνουν λαίμαργα κι ανακουφισμένα.
Ομοίως: «πάει σανιδωμένος / σανιδιασμένος / καραγκαζομένος / με όλα του τα γκάζια » για τη στιγμή που ο τυπάς το τρέχει το εργαλείο.
Και σανιδιάρης, γκαζιάρης γι' αυτόν που έχει το χούι (κυριολεκτώ και δεν Χριστοδουλιάζω για το χούι -προς αποφυγήν παρεξηγήσεων).
Και στα δυο παραδείγματα το «τραβήγματα» μου ακούγεται πιο σωστό. Μπήπως είναι επιπλέον και τοπικιστικόν;
@Doctor 1024 σόργια. Όντως άκουγα Άσιμο. Θα επιληφθώ.
Το λέει ο μάστορας (πεπειραμένος, αρχαίος) στο τσιράκι (νέος, άγουρος, άμαθος) που βγάζει γλώσσα, που φυτρώνει εκεί που δεν το σπέρνουν. Και «παπάρι αμάλιαγο». Δηλώνει τ' αρχίδι που δεν έχει ακόμη βγάλει τρίχες, όχι το ξουρισμένο.
Ναι, ο Σαχλίκης είναι. Το διήγημα του Λούλη είναι «Ο Γυρισμός»
Σύμφωνα με τον Πετρόπουλο: Η πεοφυλάχτρα ήταν υφασμάτινη θήκη που τοποθετούνταν εξωτερικά από τα παντελόνια μπροστά απ' τ' αχαμνά. Την χρησιμοποιούσαν και σαν θήκη- τσέπη- κρυψώνα. Χωριάτες και στρατιώτες έβαζαν εκεί τα άγουρα γκόρτσια για καναδυό μέρες μέχρι να ωριμάσουν.
Λίγο η εγγύτητα αρχιδιών γκορτσιών λίγο το όμοιον του σχήματος και του μεγέθους και νάτη η αναλογία.
Προφανώς αν σε καυγά σου τίναζαν τα γκόρτσια θα 'χες φάει κλωτσιά στ' αρχίδια οπότε και το 3 του ορισμού.
Χαίρομαι που μ' έπιασε ο Khan.
@jesus: τα μουνοπαγίδα και φλωροπαγίδα είναι για αντικείμενα κι όχι για ανθρώπους. Κι εσύ το νοιώθεις: « μουνοπαγίδα είναι κάτι ..» κι όχι κάποιος.
Αλλά πάλι: U R Jesus!! (πάντα φιλικά)
Το «κώλος ανοιχτός» δεν το 'χω ακούσει. Ξέρω το «είναι κώλος ξεβράκωτος» μόνο με την έννοια που δίνεις «Δεν κρύβει και δεν κρατάει τίποτα για τον εαυτό του» όπως ένας ξεβράκωτος κώλος δεν μπορεί ούτε τη σούφρα ούτε τις πορδές του να κρύψει οπότε είναι κι αφερέγγυος να κρατήσει οποιοδήποτε μυστικό -όχι μόνο δικό του. Στη διάθεσή σου αν θες να το προσθέσεις ή να το συμπληρώσεις.
Γράψτε μια λέξη που να αρχίζει από ημι-.
Ημισκούμπρια.
dilara (τούρκικο) = ερωμένη που ηρεμεί / κατευνάζει την ..καρδιά(!!)
Έχει περάσει τον Ατλαντικό και κάποιοι λίγοι στις Ούζα (συνάδελφοι στην τρέλα) έτσι αποκαλούν τις σέξυ βυζαρούδες που γουστάρουν τα πάρτυ.
Εννοείται, με κάθε δυνατή επιφύλαξη.
Παρεμπιπτόντως: dilak = η κλιτορίδα στα τούρκικα (ίσως εμπνεύσει κάποιον ικανότερο).
Αν δεν έγραφε ο Vrastaman αυτό το «..ας αρχίσουμε από κάπου...» δεν θα ανέβαζα το σχόλιο τούτο.