Από το αγγλοαμερικάνικο bitch.

  1. Σκύλα, κακότροπη γκόμενα, που όλα κι όλοι της φταίνε, η μουρμούρα της σπάει αρχίδια, μιλάει σα λιμενεργάτης/νταλικιέρης/συφιλιασμένο παλιοφάνταρο αλλά τη γλιτώνει μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκα.

Συνήθως είναι μουνάρα αλλά αν και νομίζει ή το παίζει ότι έχει αρχίδια στην πραγματικότητα είναι αρχίδι (νταξ, ο όρος καταχρηστικώς).

Δίπλα της άντρας σωστός δεν στέκεται πάνω από καμιά εκατοστή λέξεις αλλά η ίδια είναι φλωρομουνοπαγίδα.

Τέτοια συμπεριφορά έχουν συχνά γυναίκες στην εμμηνόπαυση που κατέχουν κάποιο πόστο.

  1. Ο παθητικός πούστης.
  1. - Ποιο μπιτσόνι ακούγεται σε δυο ορόφους;
    - Η καινούργια προϊσταμένη.
    - Ο μούνος με τα Πράντα που σε γκάζωσε χθες;
    - Έρχεται κι η σειρά σου.

  2. - Τι παίζει με το καινούργιο φρούτο απέναντι;
    - Το μπιτσόνι του τραγόπαπα της ενορίας.
    - Άλα! επιτυχίες ο παπα-Μπάμπης!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
poniroskylo

Σε βρίσκω σωστό.

Ένα πράμα μόνο - η Μέριλ Στριπ στο συγκεκριμένο ρόλο, κττμγ, είναι μπιτσάρα.

#2
Khan

Εξαιρετικός όρος και το φλωρομουνοπαγίδα, περιγράφει επιτυχώς πολύ υπαρκτή κατάσταση.

#3
jesus

εμένα δε μου κάθεται καλά. μουνοπαγίδα είναι κάτι που τραβάει τα γκομενάκια, οπότε όλο μαζί δεν μου φαίνεται καλό. το φλωροπαγίδα είναι πιο ακριβες.

#4
sstteffannoss

Χαίρομαι που μ' έπιασε ο Khan.
@jesus: τα μουνοπαγίδα και φλωροπαγίδα είναι για αντικείμενα κι όχι για ανθρώπους. Κι εσύ το νοιώθεις: « μουνοπαγίδα είναι κάτι ..» κι όχι κάποιος.
Αλλά πάλι: U R Jesus!! (πάντα φιλικά)

#5
jesus

είναι θέμα δομής της λέξης. κ ο μαλακομαγνήτης είναι αντίστοιχη λέξη κ αν βάλεις κάτι άλλο μπροστά δεν μου φαίνεται να αλλάζει.

απλά καταθέτω ότι δε μου κάθεται καλά...

(η 2η ταινιούλα λέει;)