sapap, κατάλαβες λάθος το παράδειγμά μου και φταίω εγώ σε αυτό, ήταν ασαφές. Το ξαναδίνω:
Στην Αθήνα θα λέγαμε:
- Γιατί πήγαν τα παιδιά σου στον παιδίατρο χτες;
- Τους έκαναν εμβόλιο
Ενώ (αν κατάλαβα καλά), το ίδιο στη Β. Ελλάδα θα λεγόταν:
- Γιατί πήγαν τα παιδιά σου στον παιδίατρο χτες;
- Τα έκαναν εμβόλιο
Δηλαδή ο αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας, ουδέτερο γένος, αιτιατική πληθυντικού, είναι στις Ν. διαλέκτους «τους» ενώ στις Β. διαλέκτους είναι «τα». Σωστά;
Ήταν λίγο λάθος το παράδειγμα που έδωσα. Για να ξαναπροσπαθήσω:
Νομίζω ότι αυτό που στη Ν. Ελλάδα λέγεται:
«τους έκαναν εμβόλιο»
στη Β. Ελλάδα λέγεται:
«τα έκαναν εμβόλιο»
(υποτίθεται ας πούμε ότι μιλάμε για παιδάκια)
Δες και το παράδειγμα στο αντιπεθανικό
Η φράση ετυμολογείται από το «με τη μία». Είναι δηλαδή το αντίθετό της.
Επανέρχομαι στο θέμα:
αληθεύει ότι ο ουδέτερος αδύνατος τύπος, στην αιτιατική πληθυντικού, είναι στη Β. Ελλάδα «τα» και όχι «τους»;
πχ «τα παιδιά τα έκαναν εμβόλιο» και όχι «τα παιδιά τους έκαναν εμβόλιο»
το πρωτοπρόσεξα στο λήμμα αντιπεθανικό
την έβγαλε. πάντως φρενντ ήταν επίσης μια δυνατότητα :)
Η απόστροφος σε τι αποσκοπεί;
Υποτίθεται ότι σε παλαιότερες εποχές, τότε που ο κόσμος έβγαινε σε «κέντρα διασκέδασης», ο καρπαζοεισπράκτορας ήταν χρεώσιμη υπηρεσία στους θαμώνες.
Στο παράδειγμα δεν υπάρχει το λήμμα
Πολύ καλό το παράδειγμα, η ανάλυση θέλει λίγο focus όντως :)
Σχετικά είναι και τα:
φιλοσοφίες είναι;
δεν είναι και πυρηνική φυσική
δεν υπάρχουν, πρέπει να τα φτιάξει κάποιος...
Μήπως είναι απλά παραφθορά του κάγκουρας;
σόρυ αλλά αυτό ακούγεται σαν επαγγελματική ορολογία παρά αργκό
Όχι δεν έχω σχέση με Λευκάδα :)
για το α. συμφωνώ, αλλά για το β. αν φύγει το «επίρρημα σε» θα δίνει το λήμμα την εντύπωση ότι αναφέρεται σε καταλήξεις επιθέτων
Εμείς λέγαμε δεν πάει, η δε μετράει (το καλάθι, το γκολ). Θα ήταν ενδιαφέρον να βρούμε σε ποιες περιοχές λεγόταν (λέγεται;) το στρέει.
Χαζογκομενίστικο θα το έλεγα, παρά μάγκικο, αλλά διορθώστε με αν κάνω λάθος
βέβαια πιθανόν να είναι σχετικό με το -άειζ, -ήειζ, -ίειζ, -ώειζ! ξέρεις, έλα να με βοηθήειζ κιέτσι :)
Νομίζω ότι εδώ έχουμε σίγηση όχι του πρώτου -σ- αλλά του δεύτερου -ι-. Δηλαδή ο βαριεστημένος προφέρει «να βοηθήσ'ς» και όχι «να βοηθή'εις». Αυτό μπορείτε να το καταλάβετε διότι τα δύο συνεχόμενα -σ- ακούγονται κάπως μακρόσυρτα, ενώ στην αντίθετη περίπτωση θα ακουγόντουσαν τα δύο -ι- κάπως μακρόσυρτα. Η σίγηση των μη τονούμενων φωνηέντων συνηθίζεται στις βόρειες διαλέκτους.
Το λήμμα γιατί είναι στον πληθυντικό, ενώ το παράδειγμα στον ενικό; Ποιος αριθμός είναι συνηθέστερος;
Στο 1:50 τρώει το βιολογικό κριθαράκι του
Το σχόλιο στο φβ έχει βέβαια το δικό του ορθογραφικό λάθος :)
Έκανα δηλαδή κάτι που δεν έπρεπε; έγινε η σχετική συζήτηση στο άλλο λήμμα
Αγαπητή ironick, νομίζω ότι αυτό το λήμμα έχει μια πρόσθετη σημασία, την «σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό», πράγμα που δεν έχει το γενικότερο λήμμα (ρήμα Χ) που (ρήμα Χ)· αυτό μάλλον δικαιολογεί τη διατήρησή του
ευχαριστώ τους προλαλήσαντες. Οι απόψεις βοήθησαν στη δημιουργία νέου λήμματος (ρήμα Χ) που (ρήμα Χ), όπου μπήκαν και τα παραδείγματά σας :)
Όταν η Φωτεινή πιπιλεί, η όλγα τρέμει... και η Έλλη Στάη
πολύ ενδιαφέρον ^
Ένα σχόλιο σχετικά με τη γλώσσα των σημερινών Αθηναίων και τη νεοελληνική κοινή.
Μια κοινή γλώσσα είναι η γλώσσα που χρησιμοποιείται από τους κατοίκους μιας χώρας για να συνεννοούνται στη δημόσια σφαίρα (πχ στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο, στις εφημερίδες), ενώ στο σπίτι τους μιλούν την τοπική τους διάλεκτο. Σε ορισμένες χώρες, όχι όμως και στην Ελλάδα, η κοινή γλώσσα ταυτίζεται με το τοπικό ιδίωμα μιας περιοχής (πχ στην περίπτωση της Ιταλίας, η κοινή ιταλική είναι το τοπικό ιδίωμα της Φλωρεντίας). Η ιδιαιτερότητα της Αθήνας είναι ότι δεν έχει τοπικό ιδίωμα (γλώσσα με στοιχεία που να υπάρχουν μόνο στην Αθήνα): οι Αθηναίοι μιλούν την νεοελληνική κοινή και στο σπίτι τους, και στη δημόσια σφαίρα. Οι λόγοι είναι ιστορικοί:
Προεπαναστατικά υπήρχαν στον ελλαδικό χώρο διάφορες διάλεκτοι (βλ. χάρτη), οι οποίοι μπορούν να υποδιαιρεθούν σε Βόρειες και Νότιες. Το 1828 έφυγαν οι Τούρκοι από την απελευθερωμένη Ελλάδα (στην οποία οι νότιες διάλεκτοι έξαφνα ήταν πλειοψηφία) και το 1832 η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Η Αθήνα τότε ήταν ένα μικρό χωριό κάτω από την ακρόπολη που οι κάτοικοί του μιλούσαν μια νότια διάλεκτο, την παλιά αθηναϊκή.
Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας, μετανάστευσαν στην Αθήνα πολλές χιλιάδες άνθρωποι από όλες τις περιοχές του νεοελληνικού κράτους, οι οποίοι όπως είδαμε μιλούσαν κυρίως νότιες διαλέκτους. Από τον συγχρωτισμό αυτών των διαλέκτων προέκυψε η νεοελληνική κοινή, ενώ λόγω του πλήθους των νέων Αθηναίων, η παλιά αθηναϊκή εξαφανίστηκε, και μοναδικό της ίχνος είναι η λέξη τσουλάω < α.ε. κυλίνδω.
Ένας ακόμα λόγος που δεν υπάρχει αθηναϊκή διάλεκτος (διάλεκτος που να μιλιέται μόνο στην Αθήνα) είναι ότι όπως φαίνεται και στο χάρτη, στο μεγαλύτερο μέρος της Αττικής, της Ν. Εύβοιας και της Κορινθίας οι άνθρωποι δεν μιλούσαν ελληνικά, αλλά αρβανίτικα. Στις άκρες αυτής της περιοχής, δηλαδή στην Κύμη της Εύβοιας, στην παλιά Αθήνα, στα Μέγαρα και στην Αίγινα μιλούσαν νότιες διάλεκτοι και οι ειδικοί πιστεύουν ότι αυτές οι διάλεκτοι μιλιόντουσαν στις περιοχές των αρβανιτών πριν τη μετανάστευσή τους στη νότια ελλάδα κατά την οθωμανική περίοδο. Μετά την απελευθέρωση, οι αρβανίτες άρχισαν να μιλούν και ελληνικά (έγιναν δίγλωσσοι), λόγω όμως της γειτνίασης με τη νέα πρωτεύουσα, η ελληνική γλώσσα που μιλούσαν ήταν η νεοελληνική κοινή και όχι μία από τις νεοελληνικές διαλέκτους. Μετά το 1950 η γνώση της αρβανιτικής ελαττώθηκε ραγδαία (οι δίγλωσσοι έγιναν μονόγλωσσοι) και σήμερα, στις πρώην αρβανίτικες περιοχές παρατηρείται αυτή η έλλειψη ντόπιων διαλέκτων.
Ντουβρουτζάς δεν είναι και η αρρώστια;
@συντακτική ομάδα: για γιατρούς λέγονται μόνο τα: αλμπάνης, σκιτζής, κομπογιαννίτης