& ντχάρμα κουίν, βικτιμάς του Μαχαρίσι Μαχές Γιόγκι που επίμονα ζητά τις ρουπίες του πίσω.
Παίζει φυςικά και το ταμάχι.
Πάντως στην αμερικλάνικη σλανκ υφίσταται το he/she/it sucks balls (δηλ. είναι μαλακισμένο/η, είναι μάπα, είναι μούφα, τον παίρνει, κλπ)
ή αλλιώς
Thank you for all the mammaries.
Y'a du monde au balcon!
Στος, κΧανΚ! Οι καψοκαγιένηδες όμως έχουν πιο στοχευμένο approach (μόνο κυριλέ) ενώ οι κλειδομούρηδες τα βάζουν με ότι βρουν από Χιουντάι και πάνω αρκεί να είναι τσίλικο.
Χμού, παρά την διαφορά τονισμού το λήμμαν καταταράσσεται παρέα με το ελληναράς. Bug.
Κι ένα μπρεχτικιάρικο reductio ad marfinum για τον φίλτατο Χότζουλα: Was ist die Verbrennung eines Bankiers auf die Beschäftigung bei einer Bank;
Από ορισμένους κριτικούς, σίγουρα :Ρ
Γιατλι είναι βάνδαλοι και καταστρέφουν την ιδιωτική περιουσία τρίτων. Στην κατηγορία «καλώς εννοούμενων» βιτζιλάντηδων θα κατέτασσα τους ακτιβιστές Streetpanthers που προτείνουν τα καταπληκτικά αυτοκόλλητα
[img]http://www.slang.gr/media/img/201312/02b53f38b3b27f1679ad1977330d58eb.jpg[/img]τα οποία κάνουν ρόμπα τον μαλάκα της ασφάλτου χωρίς όμως να προξενήσουν ζημίες.
Διότι καυλώνουν καταστέφοντας ξένη περιουσία.
Μέχρι κάποιος/α να εφεύρει εξοπλισμό που να μετρά με ακρίβεια τα κιλά μαλακίας, δεν μπορούμε παρά να στηριζόμαστε σε υποκειμενικά guesstimates. Τα συγκρίνω δε διότι τόσο η περιφρόνηση πεζών / αναπήρων κλπ όσο και η καταστροφή ξένης ιδιωτικής περιουσίας εμπίπτουν στην ευρύτερη οικογένεια της μαλακίας.
Ο ορισμός της ironick με καλύπτει.
To δαγκανιάρα παραπέμπει και αλλού.
i believe the proper response is «τι;;;»
Mouñodepresión
Γκουρμεδιάρροια, υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες:
Το ρίσκο που αναλαμβάνει ο γκουμεδιάρης όταν δοκιμάζει αχαρτογράφητες εξωτικές γκουρμεδιές (βλ. και εκδίκηση του Μοντεζούμα)
Το ακατάσχετο κι επιτηδευμένο αμπελοφασουλοφιλοσοφικό ντίσκουρς καικαλά ψαγμένων γκουρμεδιάρηδων που δεν γίνεται κατανοητό από τσι πλατιές μάζες των καλοφαγάδωνε.
Μαία κούλπα. Οι τερτσέτηδες ήταν οι ορίτζιναλ αθωοδίκες, η είπα πάλι κοτσάνα;
Όλη μέρα δεν την βγάνει την μπροστομούνα από πάνω της.
(Δημήτριος Σπ. Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2013)