Ταμαχιάρης, ταμαχιάρα

Κάποιος που τρώει αλλά δεν παίρνει δύναμη, κάποιος που δεν αντέχει στη βαρειά δουλειά, κάποιος που δεν αποδίδει στη δουλειά, το ζώο που δεν είναι αποδοτικό σε γάλα.

Μην τον παίρνεις στη δουλειά, είναι ταμαχιάρης (δεν αποδίδει).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

καμιά ιδέα για ετυμό;

#2
deinosavros

Στον άλλο ορισμό. Τουρκ. tamahkar= άπληστος, πλεονέκτης.

#3
σφυρίζων

Παίζει φυςικά και το ταμάχι.

#4
leonpanos

πρεπει να ρωτησω λεπτομερειες για αρβανιτικα για να απαντησω