Βάσιμο. Έχουμε δλδ πιθ. σχέση με το τουρκ. silah = όπλο > silahlık = ζώνη για όπλα.
Ωραίος ο Δον. Θυμάμαι, εν έτει 1988 πιλάφι του ΠΝ να μου εξηγεί το ρ. βογάρω ως σπρώχνω, έννοια που ταίριαζε με τις ενέργειες του σκάφους εκείνη την ώρα.
Γιατί αρνί ΄σαι ρε?
Κάτι σκυλοκατάφερες μαύρε μου. Αμα λινκάρεις και τη φράση στο νέτι, παίρνεις πλήρη άφεση.
Μην τον απογοητεύεις έτσι στεγνά για θα εξαφανιστεί πάλι για καμιά πενταετία.
Είναι η τελευταία φράση από Το Όνομα του Ρόδου (Εκο).
Ρε κοπρόσκυλο αφου γουγλίζεται γιατί δε λινκάρεις?
Ταβάν Ταμπουρού Χότζαμ. Σαγ ολ αρκαντάς.
Το παλιό τριαντάφυλλο υπάρχει μόνο ως όνομα, κρατάμε γυμνά ονόματα.
Κάπου στην αυτοβιό του ο Βαμβακάρης μιλάει για αργιλέ γιαβάσικο.
Κάπου στη Βάρδια ο Καββαδίας λέει ότι για παρόμοιους λόγους πετούσε κάποιες φορές από την κουπαστή ένα πακέτο τσιγάρα στη θάλασσα. Εμπρός να γράψεις το "το πήρε το κύμα" :-Ρ
Macche' brutta puttana la memoria...
(Γειά σου ρε Πάτσμαν. Αυτό με το ταβερνάκι και το χωμάτινο πάτωμα Μίσσιος δεν είναι?)
Το HDMI το λέω χουντούμι, αλλά μάλλον ΙΧ λεξιπλασία είναι, δεν το έχω βρεί αλλού.
Ε μα τους πούστηδοι, έλεος πλέον πιά συνάδελφε :-)
(Τώρα να Του πω κι εγώ "το νικ μου προς απάντησή σου" ή να το φυλάξω για πιο άγριες φάσεις?) :-Ρ
Οφ κόρς ιτ ιζ ε λίτλ διαφορέτικ.
Την ευλογία Σου Κύριε, χαίρε Ξεροσφύρη. Συνειρμικά, για αμάξι που οδηγάμε πρώτη φορά, λέγεται το "του παίρνω τον όγκο", συνηθίζω δλδ τις διαστάσεις του για τις μανούβρες κλπ.
< τουρκ. cellat = δήμιος.
Ο Πετρόπουλος στο Γλωσσάριο των ρεμπέτηδων που παραθέτει στο βιβλίο του "Μικρά κείμενα 1949-1979" (εκδ. Γράμματα 1980) δίνει το ταραφιντάν ως ουσιαστικό = άνθρωπος του συναφιού.
Δον, για το α' δίστιχο θυμάμαι "κεφτέ" (=κώλο), όχι "πεπέ". Ναι, Η.Π. είναι.
'Όχι. < τουρκ. muhacir = μετανάστης.
ΥΓ Διαμαρτύρομαι κτηνωδώς για το φρικαλέο αβατάρι μου. Το προηγούμενο ήταν εξαιρετικό. Αν υπάρχει το ίδιο σε βαθύ πράσινο θα ήμουν ευτυχής και οι μόντουλοι θα ανέβαιναν ακόμα ψηλότερα στην εκτίμησή μου.
Η Λενιώ πιά, μεγαλοκυρά, ήρτε στα σύγκαλά της και καμάρωνε το Νικ τόσο, που τον θύμιαζε με Σταυρού λουλούδι μην της τον ματιάσουν, γιατί όλοι αποθαμάζανε το σκύβαλο τούτο που γίνηκε βαρύς νοικοκύρης. Μα πιότερο, πώς κατάφερε να γίνει όσο τόσο γιαβάσης και καλοσύχαρος. Απορούσε κι αυτή. Πού βρέθηκε τόση καλοσύνη μες στο παλιοτόμαρο τούτο, πώς ημέρεψε τ' ανήμερο θηριό? Τι τον έκανε ν' αλλάξει? Η ξενιτιά, το συχνώτισμα με τον κόσμο τον ξένο?
Στρ. Αναστασέλλη "Απανωγότερη" (Κερατοζωή, εκδ. Θεμέλιο 1975)