Σας μερσώ!
Ναι, σωστά! Σοβαρή παράλειψη! Δεν έβαλα τον Μπαρμπαρόσα για πλάκα παρανόμι... Τότε έδρασε ο Μπαρμπαρόσα ως πειρατής, την εποχή που περιγράφω, τότε και οι άνδρες πήραν τις βράκες των σαρακινών και τα σαρίκια για να μην ξεχωρίζουν από τσι πειρατές, στο φόβο μη και τσι κουρσέψουνε.... Όσο για το μου 'γγίζει, μού 'γγιξε στα νεύρα:
- Θιο, θα πάμε;
- Να πάμε θέλει...
- Πόοοοτεεε;
- Ύστερα, μόνο άφησ' με γιατί έχω δουλειά.
- Πότε ύστερα;
- Ύστερα, λέγω σου, ύστερα!
- Πότε ύστ...
- Ε, γαμεί διαόλοι τη μάνα που σ' ήκαμε μπάσταρδο, ανέ δε μού 'γγιξες στα νεύρα! Άμε χαροντίσου μπλιο!!!
Πολύ ενδιαφέροντα!
Να σημειώσουμε έτι περαιτέρω για το αξιόσλανγκον του λήμματος, ότι η φράση μου 'γγίζει και μου 'γγίζει στα νεύρα χρησιμοποιείται πολύ στην Κρήτη με την έννοια μου τη δίνει (στα νεύρα), με εκνευρίζει. Κάπου στο σλανγκ υπήρχε και ένα μήδι με το γκρινιάρη από τα στρουμφάκια σε πέτσακοβερσιόν να λέει μου 'γγίζει αλλά κάθου γύρευε.
Και χρησιμοποιεί κι η έκφραση τη γενική των τριτόκλιτων που βρίσκεται στην Κρήτη και γενικώς μόνο στσι διαλέχτους... Περί δια γραμμάτου, αντί περί δια γράμματος, επί το λογιώτερον...Ο "αγράμματος" λαός που δεν κατέχει τη γλώσσα των μακαρονάδων, πάλι στη μίμηση, βάζει αυτό που του είναι φυσικό! Αλλά έκτοτε, λόγω και της συστηματοποίησης της παιδείας (υποχρεωτικό το δημοτικό σχολείο) ήταν αρκετό για να αλλοιωθεί από την κανονιστική - ιστορική - σχολική γραμματική ο φυσικός τρόπος του καθενιούς και πλέον όλοι να το σχηματίζομε με το "σωστό" τρ΄οπο...
Μετά τη "μωρουδίλα" η 2η λέξη σε "-ίλα" που μυρίζει ωραία: Εητίλα http://www.youtube.com/watch?v=fDxzQJaA228 …
Ενώ η Κρήτη διετέλεσε υπό Βενετικό ζυγό, οι Βενετοί, ως βόρειοι Ιταλοί, με τη δική τους διάλεκτο που υπήρχε ως τον 18ο αιώνα, είχαν φωνηεντισμό που παραπέμπει πιο πολύ στο βλάχικο παρά στον ιταλικό... Ετσι η Κρήτη ήρθε σε επαφή με Ιταλούς μεν, του βόρειου ιδιώματος δε, όπου υπάρχουν πολλές φωνολογικές αναλογίες μεταξύ των δικών μας και των δικών τους νοτίων, όπως και των δικών μας και των δικών τους βορείων... Έτσι η Κρήτη απέκτησε δασεία προφορα και γενικώς τα νησιά που τα πάτησαν Βενετοί/Βορειοιταλοί... Οι Σλάβοι κατέλληξαν στα νησιά κι αυτοί, αλλά κυρίως στο βόρειο κι όχι τόσο στο νότιο Αιγαίο, λόγω της πειρατείας που ήταν στα φόρτε της τότε στη Μεσόγειο και τα νησιά του νότιου Αιγαίου ήταν πιο εκτεθειμένα σ' αυτήν απ' ότι του βόρειου.
Οι Κύπριοι αναπτύσσουν "κ" αντί για "γ". Χορεύκω, δουλεύκω, γυρεύκω... Υπάρχει η τάση δάσυνσης της προφοράς εκεί που υπάρχει ημίφωνο. Τα "αυ", "ευ" ως δίφθογγοι - διγραφίες προφέρονται "αβ, αφ" και "εβ, εφ" αντίστοιχα, αναλόγως αυτού που ακολουθεί. Στην πραγματικότητα αυτοί οι δίφθογγοι ξεκίνησαν να προφέρονται ως ένα φωνήεν σχεδόν, μακρό όμως στα αρχαία με το ύψιλον να προφέρεται, το λέει κι η λέξη, ψιλό όπως το γαλλικό "u". Αυτό το ύψιλον λοιπόν ημιφωνημάτιζε, κινούταν δηλαδή μεταξύ φωνήεντος και συμφώνου στο άκουσμά του και αναλόγως αυτού που ακολουθούσε έκλεινε πιο πολύ στο "β" ή στο "φ" των νέων ελληνικών. Σημειωτέον δε, στην αρχαία άρθρωση το "β"=μπ και το "φ"=πh και δεν υπήρχαν γράμματα για να αποδόσουν τους φθόγγους που σήμερα ακούμε ως χειλοδοντικό ηχηρό διαρκές "β" και χειλοδοντικό άηχο διαρκές "φ", διότι ήταν και τα δυο διχειλικά και ημίφωνα που αποδίδονταν και τα δυο με το "υ" του διφθόγγου. Στα μεσαιωνικά΄ ελληνικά η άρθρωση άρχισε ν' αλλάζει, αλλά σε κάποιες περιοχές εξακολουθούσε η εκφορά αυτών των διφθόγγων ειδικά άμα ακολουθούσε φωνήεν να είναι αδύναμη, ενώ τα φωνολογικά δεδομένα γύρω άλλαζαν και σιγά σιγά τα γράμματα άρχισαν να προφέρονται όπως σήμερα. Για να ενισχυθούν λοιπόν επειδή λόγω των Σλάβων και των σκλαβηνιών που ιδρύθηκαν μέσα στο Βυζάντιο, οι ελληνόφωνες περιοχές άρχισαν να επηρεάζονται από αυτήν την προφορά που έχει πολλά λαρυγγικά - ουρανικά σύμφωνα έντονα, ενισχύθηκαν και αυτές οι αλληλουχίες με την ανάπτυξη τέτοιων συμφώνων... Σήμερα η Κοινή δεν τα εμφανίζει αυτά, διότι ως στεριανή διάλεκτος (έγινε εμπνευστή από την Πατρινή διάλεκτο του 19ου αι. η σύγχρονη ελληνική, ως η πιο ανεπτυγμένη από τις πελο ποννησιακές λόγω κοσμοπολιτισμού - εμπορικές δραστηριότητες με Ιταλία, ιταλική παροικία στην Πάτρα μέχρι και τη Χούντα) επηρεάστηκε από τις επαφές με την κεντρική και νότια Ιταλία (Μεγάλη Ελλάδα) όπου φαινόμενα βόρειου φωνηεντισμού (δασείας εκφοράς φθόγγων, συνιζήσεων) δεν υπάρχουν κι έτσι δε διασώθηκαν εκεί. Αν γινόταν τελικά η κρητική διάλεκτος η επίσημη του νεοσύτατου νεοελληνικού κράτους, όπως είχε προταθεί αρχικά ως ο ισχυρότερος εκπρόσωπος, αλλά οι φυσικοί ομιλητές της παρά την Αναγέννηση που έζησαν λόγω των Βενετών και άλλων παραγόντων στο νησί που ανέδειξαν τη γλώσσα καλλιτεχνικά, πολιτιστικά και επιστημονικά, εκείνη την εποχή τελούσαν υπό τουρκικό ζυγό και κάτι τέτοιο θα ήταν ανέφικτο να γίνει, όσο ωραία ιδέα κι αν ήταν, σήμερα θα μιλούσαμε με "μισεύγω", "χορεύγω", "γερεύγω"...(να' το πάλι το "ε" από αφομοίωση λόγω της συλλαβής που έπεται)
Λατσολίθαρο το χανότεκνο!
Δον, στον Ερωτόκριτο που λέγαμε είναι κοινός τόπος. Γυρεύγω, αναπεύγω, μισεύγω κλπ.
Το ίδιο συμβαίνει και στη ντοπιολαλιά της Κύθνου:
"Μπας και δε τόνε βγαγιολίζω; Μα 'κείνος μου βαρεί." (Παράδειγμα του λήμματος βαγιολίζω).
Με την ευκαιρία, να σε ρωτήσω (αν ξέρεις φυσικά) για την εκφορά του "β" σε "βγ" (π.χ. βγαγιολίζω, μαερεύγω κλπ.), που υπήρχε παλιότερα στη ντοπιολαλιά (θυμάμαι να το λένε κάποιοι ηλικιωμένοι τη δεκαετία του '50). Νομίζω κάτι έχω ακούσει/διαβάσει σχετικά, αλλά δε θυμάμαι τί και πού (από τα κακά του "γηράσκω").
Ναι, μα η γνώση μετριέται όι με δράμια, αλλά με οκάδες... Δε γηράσκεις, απλά γίνεσαι κάμποσα κιλά γνωστικότερος κι ενημερωμένος, έτσι να λες! Η ηλικία και η γνώση είναι ανάλογα ποσά και τα παντέρμα πάνε πάντα ρπος τα πάνω! Ε, αφού πάει το πρώτο, ας ακολουθήσει μπάρεμου και το δεύτερο... Αλλιώς δεν είναι για καλό να μείνει το δεύτερο στάσιμο... Τί να γίνει; Ζωή είναι, θα περάσει. Ας περάσει έτσι.
@barbarosa. Ευχαριστώ για τις καινούργιες γνώσεις. Το καλό είναι που διδάσκομαι, το κακό που γηράσκω.
Ούψα Σούλτω!
ΦΡ (έγινε) [γαρίδα] το μάτι (του), ορθάνοιχτο: α. για κπ. που λαχταράει κτ. πάρα πολύ. β. για κπ. που δεν μπορεί ή που δε θέλει να κοιμηθεί. γ. για κπ. περίεργο που προσπαθεί να δει ή να ακούσει κτ
Τι λες τώρα! Μεγάλε των καλιαρντών Χάνε!
Μικρό=μιαρό, ο δαίμων του τυπογραφειου κορρέκτορας!
Είναι κι ένα χωριό κοντά σ' αυτό του πατέρα μου που λέγεται "Κατεχώρι" και έτσι το γράφει η πινακίδα (δυστυχώς δεν έχω φωτογραφία, αλλά και να είχα θα-ν ήτονε τίγκα στα μπαλοτίδια, η ταμπέλα όι η φωτο). Εδώ πρόκειται για ανομοιωση σε επαλληλες συλλαβες διότι η συνηχηση των δυο "ω" (Κατωχώρι) φαίνεται πως ενοχλούσε και για τάσεις διαφοροποίησης από άλλα χωριά με το ίδιο όνομα ώστε να μην μπερδεύεται κιανείς...
Το φωνολογικό φαινόμενο που λαμβάνει χώρα εδώ είναι η ανομοίωση φωνηέντων σε μη αλλεπάλληλες συλλαβές. Η φωνηεντική αρμονία της λέξης που προκύπτει από τη διαδοχή των φωνηέντων "ο" και "ι" (ο-ι-ο), σε αυτήν την περίπτωση κάνει τη λέξη να έχει ακίνδυνο και ομαλό άκουσμα κάτι που εδώ δεν είναι ζητούμενο καθώς αναφέρεται σε κάτι επικίνδυνο που κινείται στα όρια του ταμπού η κατονομασία του, εφόσον απειλεί με την παρουσία του το βιος του αγρότη και του ανθρώπου της επαρχίας που με μεγάλο κάματο απέκτησε. Έτσι αυτό που συνοδεύεται με την παρουσία του (καταστροφή σπαρτών, σπιτιών, αποθηκών και γενικώς ο, τι εύκαιρου φαγώσιμου βρεθεί μπροστά) δεν κατονομαζεται ώστε να μην προκαλείται η εμφάνισή του και η αναφορά του, ακουστεί από τους ουρανούς (ειδικά όταν είναι ανοιχτοί) θεωρηθεί επίκλησή του! (κούφια η ώρα που τ' ακούει). Γι' αυτήν την "κούφια" την ώρα, πρέπει να γίνει κουφό το όνομα. Συχνά στην ανομοίωση φωνηέντων, εναλλάσσονται τα "ε" με τα "ο", αν και αυτό είναι πιο σύνηθες, απ' ότι ένα "ο" να εναλλασσεται με "ε". Υπάρχει στην Κρήτη η λέξη "τρέζα" που είναι ο ανομοιομένος τύπος της "τρώζας", που είναι η κουζουλάγρα(η κατάσταση τρέλας, η πράξη τρέλας είναι η κουζουλάδα) και το ρήμα "τρωζαίνω" που είναι το "κουζουλαίνω", τρελαίνω. Εικάζω κι όλα ότι το "τρωζαίνω" μπορεί να είναι φωνολογικά ετεροιωμένος τύπος από το "τρελαίνω".
Κι όσο για το υπονοούμενο το ευκωλος εννοουμενο της φράσης, δεν είναι τυχαίο που είναι "πεντικός" κι όι κιανένα άλλο μικρό, όπως ο κάτης, ο όφις κουλουπού, αφού ο πεντικός (μυς στα αρχαία) είναι ο προστάτης που ανυψώνει το σύστημα σε γερανοφόρο, δηλώνοντας τις πρωτόλειες στυτικές διεργασίες του απρόβλεπτου αυτού οργάνου!
Την τουματσίλα την έβαλα. Τα άλλα δεν τα είδα, αλλά μεγάλε Χάνε, αυτό ήταν απλώς ένας κατάλογος, νομίζω πρέπει να τη βάλεις την μουντίλα. Έχει κι άλλα εξ άλλου.
Ορισμένα τα έχουμε: μεϊνστριμίλα, τουματσίλα, νταρκίλα, χαρκορίλα, χαρντκορίλα, το δε μουντίλα θα ήταν ένα από τα επόμενα λήμματά μου.
Το επιπλέον γελοίο είναι οτι η μισή Ελλάδα είμαστε εγγόνια προσφύγων και παιδιά μεταναστών που πρόσφατα ξαναμεταναστεύουμε (νομίζω ότι στέλνουμε ένα κύμα ανα 30 -40 χρόνια).
Στο στρατό έμαθα οτι μιζέρια-δυστυχία-κατάθλιψη είναι να είσαι εξοδούχος Κυριακή σε επαρχία. Στο βαπόρι έμαθα οτι ακόμα χειρότερα είναι να βγείς Δευτέρα απόγευμα - βράδυ σε χωρες Αγγλοσαξώνων και των απογόνων τους.
Ωραίο το δεύτερο παράδειγμα.