Μάτι που δεν του ξεφεύγει τίποτα απαρατήρητο. Συνώνυμη έκφραση:
Έχει μάτι αστρίτη (είδος φιδιού)
Και η γαρίδα και ο αστρίτης φημίζονται για την καλή τους όραση.

- Καλά, την παρατηρητικότητα της Μαρίας δεν την έχει άλλος. Μιλάμε έχει μάτι γαρίδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
patsis

ΦΡ (έγινε) [γαρίδα] το μάτι (του), ορθάνοιχτο: α. για κπ. που λαχταράει κτ. πάρα πολύ. β. για κπ. που δεν μπορεί ή που δε θέλει να κοιμηθεί. γ. για κπ. περίεργο που προσπαθεί να δει ή να ακούσει κτ

Λεξικό Τριανταφυλλίδη