Αυτά με πάν στο παράλειψη των να και θα και στο α.
Πηγή vikar
Καλό! δεν το είχα δει! ναι, πολύ κοντά στο χιώτικο σύστημα.
Με το συμπάθειο του ντινοσώρ που του γαμάμε το λήμμα,έχεις δίκιο βίκαρ, άμα αλλάξεις όλα τα "ο" σε "ου" δε βγαίνει νόημα. Γι' αυτό κατά βάση αλλάζουν στο άρθρο (ειδικά στην αιτιατική "τος" αντι "τους") κι εντός των ρημάτων που κανονικά θέλουν "ου", όπως παρέθεσα στα παραδείγματα ("πληρώνομε" αντί "πληρώνουμε" κτλ). εν προκειμένω "θα τος πάρει ο διά(βο)λος" (δεν ισχύει το αντίστροφο- τ. "διάουλους") και "τος έφερες τος ροφούς- τος έφερα". Η εφαρμογή πρέπει να είναι ωδική, εξού και ο "διάολος" που δεν κουμπώνει καλά γίνεται "διάβολος", "διάλος" κτλ. Είχα παρατηρήσει ότι οι χωραΐτες χιώτες ασυναίσθητα μετράγανε συλλαβές στην καθημερινή τους επικοινωνία και ανακάτευαν την ορθή συντακτική σειρά των λέξεων, προσέθεταν, αφαιρούσαν, άλλαζαν τον τόνο της φωνής για να πετύχουν το μελωδικότερο αποτέλεσμα (πχ "στου Τζούμα το κανάλι συνέντευξη δε δίνω".)
@ Βικ, κρίμα που δεν ξέρω από πού στην επαρχία είναι το γράμμα που παραθέτω εδώ.
συγκόλληση και παράλληλη σύντμηση των λέξεων (χώρα κυρίως), πχ "παφάω, παγαμηθείς, μποράβρομε, παπάρω"
Αυτά με πάν στο παράλειψη των να και θα και στο α.
Θυμάμαι να έχω συναντήσει σε κείμενα το διαλεκτικό /ο/ αντί για /u/ (το έχω μάλιστα με ωμέγα: τως τό 'πα). Η τροπή γίνεται και στην αιτιατική ομως; ας πούμε, πώς θα προφερότανε το «θα τους πάρ' ο διάολος» ή το «- τους έφερες τους ροφούς; - τους έφερα»;
Ε, να, αυτά είναι τα ωραία του σάιτ ρε συ. Μπροστά στις πληροφορίες που μας έδωσε ο Βάνιας, να τη χέσω τη βαθμολογία. Αυτό εννοούσα όταν μιλούσα για συμμετοχή στα λήμματα.
Η ίδια χρησιμοποιεί και το για (λια) που είπες.
Και από κει κατάγομαι Ντίνο. Ναι, θολάμια τα λέγανε οι γέροι ψαράδες και το πέρασαν και στους νεότερους, σε σημείο που η λέξη να επιδεικνύει εξοικείωση με τον τόπο και το σπορ. Δεν ξέρω, μαντεύω ότι προέρχεται από τον "θάλαμο". Εάν είναι έτσι, ναι υπάρχουν διάφορες παραφθορές ή απλά προφορές : "για" αντί για "λια"(λαγκάδα) πχ "χιγιάδες χαγιά", "ο" αντί "ου" (βαρβάσι) πχ "τος το πες;- τος το πα" και "δίνομε- παίρνομε-πλερώνομε-αγοράζομε", το κελαρρριστό "ρο"(θυμιανά) πχ "βάλε μου ένα ποτήρρρι τυρρρί",χρήση "ζ" αντί "τζ" (καρδάμυλα) πχ."ανάψετε το ζάκι;", "γκα" αντί "κα" (πυργί=βαριά και ακατανόητη προφορά)πχ."παλιομαλάγκα" αλλά και "χα" αντί "κα" (αη γιώργης) πχ."α βρρρε παλιομαλάχα", συγκόλληση και παράλληλη σύντμηση των λέξεων (χώρα κυρίως), πχ "παφάω, παγαμηθείς, μποράβρομε, παπάρω", συνεπής εξάλειψη του "δ" από την λέξη "δεν" πχ. παλιό ανέκδοτο" -το χιώτικο αλφάβητο πάει ως εξής: Α, Β, Γ, Ε... -το Δ; -εν έχει" κ.α τα οποία μου διαφεύγουν. Σημειωτέον ότι η γενίκευση της μορφής του β' πληθυντικού των παρελθοντικών χρόνων, "ανάψετε-φάγετε- επήγετε, κοιμηθήκετε. γαμηθήκετε" κ.ο.κ και συνεπώς το μπουρδούκλωμά τους είναι από τα πιο δυναμικά στοιχεία της βορειοχιώτικης προφοράς της οποίας περιοχής ο πληθυσμός θεωρείται έτι πρακτικότερος από τον νότιο -ελέω της ενασχόλησης με τη θάλασσα. Οι μετατροπές δηλαδή για οικονομία χρόνου, κόπου και επειδή καταλαβαινόμεθα κι έτσι γίνονται με το ρυθμό της ανάσας.
Το "θο" αντί "θα" ακούγεται καρδαμυλίτικο πάντως. Για ρώτα τη και πες μου, έτσι από περιέργεια :)
Στην αρχή πήγα να γράψω "εξαιρετικός γραφιάς Ο ΑΛΛΟΣ". Λέξη επίσης αμφίσημη, καθώς μπορεί να σημαίνει είτε τον πουλημένο κονδυλοφόρο, είτε τον φιλότιμο εργάτη / ερασιτέχνη της γραφίδας, κατά τη φόρτιση των συμφραζομένων. Εδώ βέβαια παίζει το β'.
Σε νιώθω, είν' απίστευτο το πού εχει πάει η τεχνολογία μέσα σ' εφτά χρόνια...
Χιώτης, Βάνια? Είδα που έγραψες θολάμια, και το συσχέτισα με το θομπό = θαμπό, που έχω ακούσει κατ' επανάληψη από Χιώτισσα. Υπάρχει όντως κάτι τέτοιο στα χιώτικα?
Διάβασα "κασετόφωνο" και ο εγκέφαλός μου λάγκαρε για μια στιγμή.
Ναι, εξαιρετικός Ο ΑΛΛΟΣ.
Πολύ εύστοχο το κείμενο του ορισμού. Αυτό όμως με τη χρήση από τους μαθητές προς τον καθηγητή δεν το ήξερα.
ΔονΜήτσε σε νιώθω για τη συγκίνηση που φανερά σου προκαλεί η ποιητικότητα της λέξης. Προσωπικά θεωρώ από τους πιο ωραίους έβερ στίχους που έχω ακούσει τον ακόλουθο, από ένα ριζίτικο, στο οποίο ένας καβαλάρης προσφωνεί το άλογό του :
"Μαύρε μου γοργογόνατε κι ανεμοκυκλοπόδη".
Το ριζίτικο όλο είναι:
Ξένος εκαβαλίκεψε να πάει στην οδό-ν-του
πιάσαν τον μερες βροχερές κι οι νύχτες με τα χιόνια
δεν είχε με τα ποιο μιλεί με ποιο να ροζονάρει
κι εμίλιε με το μαύρον του και ροζονάριζέ του:
- Μαύρε μου γοργογόνατε κι ανεμοκυκλοπόδη,
πολλές φορές με γλύτωσες κι από πολλές φουρτούνες
κι αν με γλυτώσεις κι απ' αυτή μαύρε μου τη φουρτούνα
τα δυο σου πέταλα χρυσά εγώ θα σου τα κάμω
τα δαχτυλίδια τση ξανθιάς μπρόκες θα σου περάσω.
Γειά σου Βάνια. Ε ναι, σωστός, το όλο πλαίσιο είναι ξεφτιλισμένο.
Καλό. Ορθώς απαγορεύεται αλλά αν δεν υπήρχε η ζήτηση, δε θα υπήρχανε κι οι μανάβηδες. Τα χιωτάκια του σάιτ θα έχουν σίγουρα ακούσει τα ονόματα των επαγγελματιών ψαροντουφεκάδων στο νησί. Μιλάμε για κάτι μισότρελους τύπους που ο θρύλος το έλεγε ότι είχαν πάθει εμβολές και παρόλα αυτά βουτάγανε (με μπουκάλες- όχι ελεύθερα και κατα παραγγελία πλέον, αφού οι ώρες στο βυθό ήσαν πια μετρημένες) για να σου φέρουν ό,τι ακριβώς τους είχες παραγγείλει, 3κιλη συναγρίδα, 5κιλο ροφό κλπ των οποίων τα θολάμια γνώριζαν και κρατούσαν σταντ- μπάι μέχρι να βρεθεί ο ενδιαφερόμενος (συνήθως εφοπ-λήσταρχος). Οι εν λόγω τύποι κατέληγαν να διηγούνται για ένα ουζάκι τις περασμένες αλλά μεγαλειώδεις ιστορίες των σε δημόσια ακροατήρια - όσο πιο παραβατικές, τόσο πιο εντυπωσιακές- οι οποίες διανθίζονταν από άγριες μπουζουκοκαταχρήσεις μετά από γερές πληρωμές, μπερντάχια για τα μάτια μιας καμπαρετζούς, και βέβαια σουρεάλ διαπραγματεύσεις με τα όργανα όταν τους συνελάμβαναν επί τω έργω, τ. "βάλε με στη μπουζού, αλλά μη μου πάρεις το ντουφέκι" και διάφορες άλλες ηθικού διδάγματος πονηρίες ("άφησα που λες το ντουφέκι, τα ψάρια και τις μπουκάλες στη θάλασσα και βγήκα νέτος με τη στολή. τι α μου κάμουν;").
Ούου κουρέλα μπέτα, μέχρι κι' ο δεινός ξερει να βάζει λίνκ, ούουου...