Ωραίο.
Ερωτώ:και ποιος απαγόρευε στον Πατροκοσμά να χρησιμοποιεί slang εκφράσεις; (φαντάζομαι ότι την έκφραση δεν τη χρησιμοποίησε κυριολεκτικά)
Η φράση αποδίδεται στον...πατρο Κοσμά, (την είπε για τους Σουλιώτες) άρα ΔΕΝ είναι slang.
δείτε και αυτούνο http://popaganda.gr/ssspedi-mou-ti-simeni-lmgtfy/
» Αναφορά για τον ορισμό: χάβγουλο
χάβγουλο
εκ του «Χ.Α.» και του Βλ. επίσης: αυγά.
=>
εκ του «Χ.Α.» και του αυγά.
Κόβω λάσπη
Μια από τις πολλές σημασίες του «κόπτω» είναι σφυρηλατώ, κατασκευάζω στο σιδηρουργείο, σε Όμηρ.· κόβω νόμισμα, κόβω μέταλλο στην πρέσα, σε Ηρόδ.265 πβλ. Νομισματοκοπείο, Λίρες ιταλικής κοπής, Νεόκοπος , «λοῆς, κοπῆς πράγματα» 9398.194
Είναι δε ο νεόκοπος μειωτικά, κάποιος που είναι νέος σε ένα επάγγελμα ή που πρόσφατα υιοθέτησε μια ιδεολογία για ιδιοτελείς σκοπούς: πχ νεόκοπος δημοκράτης. Λέξη [λόγια από το αρχ. νεόκοπος `πρόσφατα κομμένος.(Τριανταφυλλίδης)
Κόβω λάσπη σημαίνει αφήνω το αποτύπωμα μου πάνω στη λάσπη, όπως στο νομισματοκοπείο κόβουν το μέταλλο βάζοντας ένα αποτύπωμα, σημαίνει «πάτησε στη λάσπη», φεύγε γρήγορα χωρίς να προσέχεις και να καθυστερείς, αδιαφόρησε αν είναι λάσπες εκεί που πατάς.. αναλογα κοβω ροδα ρόδα
Εννοείται.
Anyway RIP.
Όπως θα έλεγε κι ο Mark Twain,the reports of his second death were greatly exaggerated.
R.I.P. :-(
Αγγλιστί: Sheet happens!
Στω!
...φώναξε ο Λούκι εν μέσω ηδυπαθών χρεμετισμάτων.
Ο αβραμιδισμός είναι ένας κλικοθηρισμός.
Μου κάνει περισσότερο για επίρρημα παρά για προστακτική, π.χ. με το Βρασίδα κάναμε ξεπαρεού γιατί δεν κολλάγαμε.
Σωστός ορισμος που καλυπτει μια βασικη ελλειψη στην κατηγοριοποιηση των σεξουαλικα ενεργων γυναικων
αλλά δεν είναι κύριο όνομα...τώρα το παρατήρησα...θέλω να βρίσω όμως δεν ξέρω αν επιτρέπεται από τους-α κανοσνιζμούς-α
και λιμανίσιος ως δηλωτικό οπαδού του γαύρου :)
Μετά από 5 χρόνια, τα λίνκια των παραδειγμάτωνε δεν ανοίγωσι...
Ε ναί, έχει δίκιο η Γκαλά. Γκαγκανιάζω κι' εγώ το ξέρω «στεγνώνω, κορακιάζω».
Σε συζητηση που ειχα με Τουρκάλα, ακουσε τη λέξη ΤΖΑΝΑΜΠΕΤΗΣ που αποκάλεσα καποιον, και γελουσε 1 ωρα...
canabeti λενε το σκεύος, το λεκανάκι, που χρησιμοποιούσαν παλια οι γυναίκες για το πλυσιμο της ευαίσθητης περιοχής τους. Τον πρόγονο του μπιντέ.
Άρα (ποιοτικός προσδιορισμός) κάτι ΑΚΑΘΑΡΤΟ, μάλλον, παρά 'παλιο- χαρακτήρας' ή 'απατεώνας' ή 'στριμένος'
@Khan - θα αποφύγω κρύα λολοπαίγνια και ινσέψια περί νεκρόφιλων κιέτσ.
(Από του δουπού, Khan)
Επίσης: μαδαφάκας, μαμογαμίκος.