Το ελευθεριακός είναι άλλο πράγμα. Το ορθότερον θα ήταν να αντικατασταθεί από τη λέξη ελευθεριάζων.
Επίσης φιλελές σκέτο είναι ο δεξιός, υπέρμαχος τους καπιταλισμού. Δηλαδή ο οπαδός νδ, ποτάμι, πασόκ και τα λοιπά... συχνά μικροαστός καταστηματάρχης, προλετάριος που φαντασιώνετε πλούτη και χλιδές, μεσοαστός επιχειρηματίας με νεοσύστατη ίσως επικερδή επιχείρηση και φυσικά οι πραγματικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης (βιομήχανοι, εφοπλιστές, κ.α)
Ο ορισμός είναι κατά την άποψη μου έχει λάθη. Παρατηρώ και μία ψιλοσύγχυση όσον αφορά τους πολιτικούς χαρακτηρισμούς. Εγώ ως αριστερο-φιλελέδες/αναρχο-φιλελέδες θα χαρακτήριζα τους οπαδούς της ΔΗΜ.ΑΡ και μεγάλα τμήματα οπαδών του ΣΥΡΙΖΑ, δήθεν αναρχικούς, "αναρχο"καπιτάλες και αναρχίζοντες που τους ευαισθητοποιούν τα διάφορα κοινωνικά θέματα (αντικληρισμός, πρόσφυγες, ρατσισμόςlgbt,κτλ) αλλά μόνο στα λόγια και φυσικα και τα και καλά μοντέρνα τυπάκια που ανοίγουν εναλλακτικά μαγαζιά δήθεν και καλά με το πρόσχημα του εναλλακτικού αλλά πηδάνε μία χαρά και με χαρά τους εργαζόμενους τους. Και κοιτάξτε τώρα να δείτε τι γίνετε με την τελευταία κατηγορία. Τα εναλλακτικά αυτά αφεντικά είτε αριστερά είτε αναρχίζοντα είτε -χίπστερ με κοινωνικές ανησυχίες- όταν στο κώλομάγαζο τους δεν συμπεριφέρονται όπως αρμόζει στους υπαλλήλους τους (δεν κολλάνε ένσημα, δεν πληρώνουν, τραμπουκίζουν τους υπαλλήλους, κτλ) τότε καμιά φορά εμφανίζεται το εκάστοτε μαχητικό σωματείο του εκάστοτε κλάδου και οι εναλλακτικοί αυτοί εργοδότες αποκαλούν τα σωματεία συμμορίες εκβιαστών που ζητάνε χρήματα. Και μετά συμβαίνουν σκηνές βγαλμένες από ταινίες δράσης. Αυτά. Υπάρχουν και οι γνωστές παροιμίες: Το "αριστερό" μου αφεντικό πατίνι με έχει κάνει κι ύστερα μου λέει πως φταίνε οι αμερικάνοι. Και η: Το "αναρχικό" μου αφεντικό πατίνι με έχει κάνει κι ύστερα μου λέει πως φταίνε οι πολισμάνοι.
Όπου στον ορισμό λέει Βουλγαρία να μπει Ρουμανία που είναι και το σωστό. Σε δύο σημεία στον ορισμό. https://youtu.be/pZ8r-Zu0KqA?t=111
@kapoios2005 Οι κατακίτρινοι συρμοί που αναφέρεις υπάρχουν στο σλανγκ! Ηταν οι σογιούζ. Και ως σογιούζ τους αναφέρει τους ανατολικογερμανικούς και Σαραντάκος, ενώ κολούμπια ήταν αποκλειστικά οι δυτικογερμανικοί. Ιδού και η φωτογραφία ενός σογιούζ:
http://s.slang.gr/media/201602/sirmoi-1455065675-1455301089.jpg
Ο Νίκος Σαραντάκος αποθησαυρίζει και τη σχετική ενδιαφέρουσα έκφραση τηγανίζω σαρδέλες.
τηγανίζω σαρδέλες: Εξομοιώνω έναν βαθμοφόρο (δεκανέα ή λοχία) με τους άλλους φαντάρους σε ότι αφορά τις σκοπιές κτλ., δηλαδή του ακυρώνω τα διακριτικά (τις σαρδέλες). Ο όρος εννοεί όχι την επίσημη έκπτωση που είναι σπάνιο φαινόμενο, αλλά μια ειδική άτυπη περίπτωση: όταν ο νέος δεκανέας ή λοχίας φτάσει από τα κέντρα νεοσυλλέκτων στη μονάδα, δεν έχει πάρει επίσημα τον θαθμό του (δεν έχει έρθει, όπως λένε, η ονομασία του). Για να γίνει αυτό μεσολαβεί μια περίοδος ενός περίπου μήνα. Αν σ’ αυτό το μήνα τον αντιμετωπίσουν σαν κοινό φαντάρο, έχουμε το τηγάνισμα.
Το μπεγλέρι μπορεί να εκληφθεί άλλωστε ως υποκατάστατο αυνανισμού.
Και συρταράκια καμιά φορά, βλ. και ΙΚΕΑ.
Υπάρχει η περίπτωση με το όνομα αυτό να αναφέρονται οι δανεικοί συρμοί που ήρθαν από την τέως Αν. Γερμανία για να ενισχύσουν τον "Ηλεκτρικό" λόγω των αυξημένων αναγκών μεταφορών του Πανευρωπαικού Πρωταθλήματος Στίβου που έγινε το 1982 στο πολύ καινούριο τότε Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας. Είχαν χρώμα κίτρινο του θανατά, νομίζω και σήμερα το μετρο του Βερολίνου τέτοιο χρώμα έχει στους συρμούς. Θυμάμαι μάλιστα ότι τα βαγόνια τους ήταν στενότερα από τα δικά μας και τους είχε τοποθετηθεί πλευρικό παράπετο ώστε να μην υπήρχε κενό μεταξύ της αποβάθρας και των θυρών. Κάπου πρέπει να υπάρχει και καμμιά φωτογραφία τους, αν βρω ίσως βάλω.
Μπούχλης - Μπουχλάκης επίθετο στα Σφακιά αλλά δεν ξέρω έτυμο και δεν έχω ξανακούσει το μπουχλουμπού, ξέρω με ανάλογο νόημα και μια κάποια ηχητική συγγένεια το σούχλης - σουχλίστρα.
Για το C.A.I.R.O. βλ. λ.χ. εδώ.
Ο ορισμός επαναλαμβάνει στοιχεία που βρίσκονται και σε ένα σχόλιο ανώνυμου επισκέπτη σε άλλον ορισμό της έκφρασης, αλλά και αλλού στο Διαδίκτυο (βλ. λ.χ. εδώ και εδώ). Βρίσκω την ιστορική εξήγηση πολύ γοητευτική. Ωστόσο, για να είμαστε σίγουροι απαιτούνται κι άλλες ενδείξεις. Λ.χ. αν μπορούσαμε να πιστοποιήσουμε ότι η έκφραση χρησιμοποιείται μεταπολεμικά, αλλά όχι προπολεμικά, να δούμε τις πρώτες εμφανίσεις της κ.ο.κ. Δυστυχώς, δεν το έχω με την παρόμοια έρευνα...
Άλλοι τη συσχετίζουν με το ακρωνύμιο Communications Audio Interface for Remote Operations (βλ. άλλο ορισμό μας και σχόλιο εδώ, όπου συζητείται η έκφραση). Σε αυτήν την περίπτωση, λένε, η έκφραση διαδόθηκε την δεκαετία του 1970. Ξέρει κανείς τίποτα σχετικά;
"Τις εξαναγκάζουν να κάνουν "ποδήλατο" τέσσερις και πέντε φορές την ημέρα [...]. Όσες τόλμησαν να αρνηθούν έφαγαν πολύ ξύλο. Έμειναν νηστικές μέρες ολόκληρες κλεισμένες μέσα σ΄ ένα δωμάτιο που μένουν μαζί με άλλες κοπέλες". Το "ποδήλατο" είναι ο εξαναγκασμός σε εκπόρνευση εδώ
Gstaadήσαμε, ξέχασες το γ.
(Χμ, ναί, πρέπει να πάρω το αντίτυπό μου πίσω επιτέλους, τη δανειστική μου βιβλιοθήκη μέσα που κσταντήσαμε...)
Ωσαύτως, νιανιά το ξέρω. Υπάρχει.
μάιστα, εγώ το έχω ακούσει "νιανιά" κ έχω νομίζω τη φράση "το κανω νιανιά σε κάποιον" ίζολ του δίνω μασημένη τροφή, το εξηγώ εξαντλητικά, του το ζωγραφίζω.
Harman στα τούρκικα, εκτός από χαρμάνι σημαίνει και αλώνι και από αυτή τη δεύτερη σημασία ετυμολογείται ο χαρμάνγκιοης. To Harmanköy ήταν ένα μεγάλο Οθωμανικό τσιφλίκι στην Δυτική Θεσσαλονίκη που το 1922, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, έγινε χώρος υποδοχής προσφύγων. Ίσως αρχικά η λέξη χαρμάνγκιοης, ως χαρακτηρισμός ατόμου, να σήμαινε αυτόν που έμενε στο Harmanköy, δηλαδή τον πρόσφυγα. Η λέξη έχει περιληφθεί στο βιβλίο Μπαγιάτηδες και Χαμουτζήδες, όπου και περισσότερα στοιχεία.
Νομίζω οτι το λήμμα πρέπει να διορθωθεί σε βόλτο (ουδέτερο). Εξ άλλου και στα παραδείγματα ουδέτερο είναι.
Εικασία: Επειδή οι προσφυγομαχαλάδες ήτανε (τον πρώτο καιρό) παραγκομαχαλάδες αλλά και μέρη παράνομων ή/καί μή αποδεκτών δραστηριοτήτων (ανέχεια γαρ) από τα ήθη των ντόπιων, κατέληξε το τοπονύμιο να εξελιχθεί σε βρισιά, όπως συνέβη και σε άλλα μέρη της Ελλάδας;
Επίσης το ελευθεριακός είναι άλλο πράγμα. Το ορθότερον θα ήταν να αντικατασταθεί από τη λέξη ελευθεριάζων.