H γκέλα, λέξη τουρκικής προελεύσεως [τουρκ. gele] είναι η αναπήδηση, το γνωστό γκελ, που χρησιμοποιείται και στα Νέα Ελληνικά. Χαρακτηριστικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αναπήδηση της μπάλας σε κάποια επιφάνεια. Μεταφορικά περιγράφει την αποτυχία, όταν δηλ. κάτι δεν έχει την επιθυμητή εξέλιξη. Συχνή έκφραση ταβλαδόρων, που περιγράφει το κακό αποτέλεσμα της ρίψης ζαριών. Κυρίως χρησιμοποείται στην αθλητική φρασεολογία, περιγράφοντας την κακή απόδοση μίας ομάδας.
Τίτλος αθλητικού άρθρου: «Γκέλα» του Ιωνικού στην Α' Γυναικών
Έτερο αθλητικό άρθρο: Τριπλή γκέλα των πρωτοπόρων
Ήταν η πρώτη φορά φέτος στο πρωτάθλημα της Α’ Κατηγορίας, που κανείς από τους τρεις πρωτοπόρους δεν κατάφερε να κερδίσει!
3 comments
Galadriel
Χρησιμοποιείται επίσης ως ενδεικτικό θαυμασμού / αυτοθαυμασμού:
-Έσκισα στην παρουσίαση σήμερα, γκέλες έκανα.
HODJAS
Είναι ναπολετάνικο (iela) και σημαίνει αναποδιά/γρουσουζιά.
BuBis
Στην τουρκική πάντως gele χρησιμοποιείται μόνο για τάβλι...