Further tags

Ξεκουράζομαι, αράζω, κοιμάμαι ,την πέφτω. Αν και συνήθως υπονοεί υπερβολική κούραση ή μέθη, πολλές φορές χρησιμοποιείται καταχρηστικά για κάθε τύπου ύπνο.

-Είσαι για άλλο ένα ματσάκι;
-Όχι ρε, να σου πώ να κρασάρω εδώ για βράδυ; Βαριέμαι να τρέχω σπίτι τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published

Το σκληρό ναρκωτικό. Συνήθως η ηρωίνη, κοκαίνη η οποιοδήποτε χημικό ναρκωτικό.

Πάλι ζαμπόν είναι ο Πετράν απο τη ντρόγκα που σουτάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένταξη στο ελληνικό κλιτικό σύστημα του Smartphone. Έχει το πλεονέκτημα ότι εξελληνίζει τον ξενισμό ομαλά, και χωρίς να φαίνεται τόσο αστειατόρικη χαριτωμενιά, όσο το εξυπνόφωνο, όπου και παραπέμπω για τα περαιτέρω. Ωστόσο, δεν είναι και τόοοσο διαδεδομένη, δίνει λίγα χτυπήματα στον γούγλη, μάλλον προτιμάται ο ξενικός όρος.

  1. Το παιδάκι που κάθεται κάποιες σειρές πιο πίσω, έχει ανοίξει και παίζει το αγαπημένο του παιγνίδι ikariam στο Ipad αφού συνδέθηκε πρώτα δωρεάν με το free wi-fi που προσφέρει το συγκεκριμένο δρομολόγιο. Η μεγαλύτερη αδελφή του ανταλλάσσει μηνύματα στο σμαρτόφωνο με ήχους από μπουρμπουλήθρες και σφυρίγματα παπαγάλου που μου προκαλούν ευθυμία. (Εδώ).
  2. Χτες ή προχτές μου έδειξαν οι κόρες μου ένα παιχνίδι κουίζ για το σμαρτόφωνο, για το οποίο είχα ήδη ακούσει να γίνεται λόγος χωρίς όμως να ασχοληθώ. (Εδώ).
  3. κι ένα QR code με link σε κάποιο ντόπιο site μας που να μπορεί να το σκανάρει τουρίστας με σμαρτόφωνο και σύνδεση στο ιντερνέτι. (Εδώ).

Τόση εξυπνάδα μαζεμένη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί ψιλοδοκίμως για να χαρακτηρίσει ένα ινστιτούτο όπου προσφέρεται μασάζ. Είναι, όμως, και ένας από τους σημαντικούς όρους του μπουρδελικού ιδιώματος για να δηλώσει το "μασατζίδικο" (wink wink nudge nudge), δηλαδή το ευαγές ίδρυμα που υπό το πρόσχημα ή την αφορμή του μασάζ προσφέρει εντέλει υπηρεσίες φραπενείου, τσιμπουκάδικου ή και μπριζολάδικου. Πρόκειται για τα λεγόμενα "μασατζίδικα που γαμάς" (ή έστω "μασατζίδικα που φραπάς"), γνωστά και ως λαδάδικα ή λαδομάγαζα.

  1. Happy endings υπάρχουν μόνο στα μασατζίδικα. (Από το Twitter).
  2. ΑΡΧΙΜΠΡΑΒΟΣ- ΠΡΟΑΓΩΓΟΣ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΚΗΣ ΜΑΦΙΑΣ- ΣΚΛΗΡΟΣ ΝΤΙΛΕΡ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΜΕ “ΑΙΣΘΗΜΑ” ΣΕ ΠΑΡΑΝΟΜΟ ΜΑΣΑΤΖΙΔΙΚΟ ΚΑΙ ΤΑΤΟΥ ΤΟΥ ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ Ο ΜΑΝΙΑΚΟΣ 35ΧΡΟΝΟΣ ΠΟΥ ΜΑΚΕΛΕΨΕ 15 ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ. (Μακελειό).
  3. Για ξεκώλιασμα δεν ξέρω... Το κωλοδάχτυλο από μουνάρες σε συνδυασμό με πίπα όμως είναι ωραίο. Μου αρέσει να μου γλύφει τα αρχίδια και τον πούτσο και να έχει ΕΝΑ δαχτυλάκι στον κώλο μου απαλά. Το κάνουν και κάποιες μασατζούδες σε μασατζίδικα που γαμάς και μου αρέσει πολύ. (Από το Greek Foot).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που έγινε γνωστή από την ατάκα του Βέγγου ως γκαρσόνι (Θρασύβουλας), που δεν δέχεται να τον καλούν με παλαμάκια, επειδή "είναι το ίρτζι του". (Από την ταινία "Ο ατσίδας" ή "το στρίβειν δια του αρραβώνος").

Θρασύβουλας

Ετυμολογία από το τουρκικό ırz: τιμή, αγνότητα, αξιοπρέπεια από (εδώ) κι από (εδώ)

Οι Τούρκοι ακόμα λένε αρναβούτ καφάς (αρβανίτικα-αγύριστα κεφάλια) τους πείσμονες απο ιμπρέτι/ίρτζι. (Σχόλιο του Χότζα από εδώ).

Ιμπρέτι (τουρκικό ibret) = παράδειγμα, δείγμα από εδώ

Πάντως στα προαναφερόμενα παραδείγματα έχει (και) την έννοια της ιδιορρυθμίας/ιδιοτροπίας και του πείσματος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μία -ίλα, γαλλικής προέλευσης ετούτη, από το ντεμοντέ = ξεπερασμένο, πασέ, περσινά ξινά σταφύλια ένα πράμα. Προσοχή μόνο στους αναγραμματισμούς, γιατί η ντεμοντίλα, αν και γριέντζω μπορεί ακόμα και ψημένους στην αριστερή ιστορικοπολιτικοκοινωνικο- θεωρητικοακτιβιστοσυνδικλπ ορολογία να τους ψαρώσει τόσο που να ψάχνονται στα όρια της προσωπικής νίλας.

  1. - Ελα μου ντε;; Ποιοι είναι άραγε οι αντιιμπεριαλιστικοί στόχοι πάλης; Μηπως το "Εμπρός λαε εξω από την ΕΕ"; Μπας και είναι το "Εξω οι στρατιωτικές βάσεις και το ΝΑΤΟ"; Α πα πα τετοια ντομεντίλα.
    - έσπασα το κεφάλι μου να καταλάβω τι είναι το "ντομεντίλα"! Είπα και 'γω τόσα χρόνια στο κομμουνιστικό κίνημα μου ξέφυγε όρος; Τελικά μήπως εννοείς "ντεμοντίλα" από το ντεμοντέ;
    - ντομεντίλα έγραψα;; καλά κατάλαβες - ντεμοντίλα! εδώ

  2. Τι ντεμοντιλα θεε μου!!! Τι μας τα δειχνετε βρε παιδια; Ειλικρινα υπαρχει καποιος που να τον νοιαζει;;! αλλού στο νέτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση, την οποία μου είπε Κερκυραία και βρίσκω να υπάρχει σε τοπικό γλωσσάρι του νησιού:

Πέκα (η), ο θυμός, το πείσμα | πεκάδος (ο), αυτός που έχει πέκα, που βαστάει το θυμό ή το πείσμα του.

liapadeshistory.blogspot.gr

βρίσκω ευρύτερα να σημαίνει:

  • έχω μεγάλη αγάπη για κάτι, έχω φάει κόλλημα με κάτι.
  • έχω μανία,εμμονή, ψυχαναγκασμό με κάτι, σκαλώνω με κάτι.
  • έχω πείσμα, κρατάω μούτρα σε κάποιον, τρώω σκάλωμα εναντίον κάποιου.

Έψαξα λίγο για ετυμολογία προς Ιταλία μεριά: στα ιταλικά λεξικά βρίσκω pecca να σημαίνει ελάττωμα, βλάβη, ζημιά (peccare από την άλλη σημαίνει αμαρτάνω). Μου φαίνεται η πέκα να έχει μια σχετική παραλληλία με το πως χρησιμοποείται γενικότερα η λέξη ζημιά. Έτσι, το έχω πέκα συγχωνεύει δύο νοήματα: α) παθαίνω ζημιά με κάτι, δηλ. κάτι έχει πάνω μου πολύ μεγάλη επίδραση, τόση που σχεδόν με έβλαψε β) το αποτέλεσμα αυτής της "ζημιάς", ότι μου έμεινε κάτι με την έννοια του σκαλώματος και κολλήματος, δηλαδή, η βλάβη (pecca) με έκανε λιγάκι βλαμμένο (με έκανε να έχω pecca).

Αλλά απ' ότι κατάλαβα είναι μια σχετικά ήπια έκφραση που εκφράζει συχνότερα την μεγάλη αγάπη για κάτι.

Δεν ξέρω, εμένα μου φαίνονται πιθανά τα παραπάνω τα ετυμολογικά. Εσάς;

Έχω "πέκα" με τις ταινίες από μικρός.... τεράστια συλλογή VHS... Τώρα με τα αϋλα, ξεφορτώθηκα τις κασσέτες και απέκτησα πολλούς δίσκους... Οπότε έκανα και αρχειοθέτηση... έχω ένα app που τις έχω όλες καταχωρημένες... πηγή

To βάψιμό σου φίλτατε είναι απλά καταπληκτικό, αυτό το ματ είναι όλα τα λεφτά, εύγε(για τον κινητήρα δεν θα πω γιατί έχω πέκα) πηγή

Αν εχω χρονο μετα θα δω, αλλα αν αλλαξουν κατι εδω με μελλοντικη αναβαθμηση (ηδη το δσλαμ ειναι γεματο) στο μελλον και ειναι conexant ... θα θελω αλλα μοντεμ επειδη εχω πεκα. πηγή

Όσο για το κοκο δεν νομίζω να κάνει κάτι το ιδιαίτερο. Όυτε στοματικό ούτε οθωμανικό. Μόνο απλό και πολύ σου είναι. Με το πλύσιμο έχει πέκα. πηγή

Επίσης, αυτό που μετράει ΠΟΛΥ είναι ο στόχος που έχεις. Αν κάποιος έχει πέκα με τα πολλα κιλα ή έχει πεισθεί (καλώς ή κακώς) πως θα αποκτήσει την εμφάνιση που επιθυμεί σηκώνοντας πολλά κιλά, τότε τείνει να τα καταφέρνει, εφόσον αποφεύγει τραυματισμούς. πηγή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με δονήσεις ξεκινά μια συλλογική-συνεργατική δουλεια με τον Donmhtsos πάνω στη ναυτική ορολογία βαπορίσια γλώσσα. Κι ο δρόμος είναι μακρύς...

" Άμα βραχεί ο κώλος σου με θάλασσα δε στεγνώνει ποτέ!" μου είπε ο γραμματικός (υποπλοίαρχος) την πρώτη μερα στο βαπόρι.

Λοιπόν!

Βαϊμπρέσιο (απο το αγγλικό vibration) κατά λέξη σημαίνει δόνηση, κραδασμός. Αναφέρεται στους κραδασμούς του πλοίου που προκαλούνται από την μηχανή του επειδή είναι παλινδρομική (δευτερευόντως κι από την προπέλα). Την αισθάνεσαι σαν ένα συνεχές τρέμουλο στις πατούσες κι ένα τρίξιμο στα χαλαρωμένα μέρη του πλοίου. Η ένταση (το πλάτος της ταλάντωσης) εξαρτάται από τη σχεδίαση, την ηλικία, τη συντήρηση τόσο της μηχανής (αν και έχουν αντικραδασμικούς μηχανισμούς τουλάχιστο τα νεώτερα) όσο και του σκάφους.

-Γιώργο, Γιώργο το τραπεζάκι τρίζει. Σεισμός!!

- Κοιμήσου μωρή! Το βαϊμπρέσιο του βαποριού είναι. (Κι έβλεπα όνειρο πως μπαρκάρησα για τη Λατίνα...)

Παλιότερα στις θαλαμηγούς έβαζαν ατμομηχανές που οδηγούσαν στρόβιλο και αργότερα στροβιλοκινητήρες (τουρμπίνες) επειδή ακριβώς δεν είχαν βαϊμπρέσιο που ενοχλούσε τους επιβαίνοντες. (Οι περιστροφικοί κινητήρες δεν έχουν κραδασμούς).

Στο φάσμα στροφών της κύριας μηχανής, ανάμεσα στο half ahead (πρόσω ημιταχώς) και το full ahead (πρόσω ολοταχώς) υπάρχει μια μικρή περιοχή στροφών (πχ από 62 ως 65 σ.α.λ.- οι αριθμοί τυχαίοι) το λεγόμενο critical point όπου το πλοίο συντονίζεται και τρέμει σύγκορμο και το οποίο οι πρώτοι (μηχανικοί) φροντίζουν να το προσπερνούν το συντομότερο γιατί το πλοίο υφίσταται επικίνδυνη καταπόνηση αν παραμείνουν οι στροφές στην περιοχή αυτή. Στα επιβατηγά το πέρασμα από το critical point το αισθάνεσαι λίγο μετά τον απόπλου όπου για πολύ λίγο το πλοίο τρέμει όλο μαζί να σπάσει και μετά ησυχάζει (δηλαδή το βαϊμπρέσιο επανέρχεται στο φυσιολογικό ).

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos.

Δεν συμμετέχει οΓιώργος Νταλάρας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκροτημένη ομάδα μελών ενός πολιτικού κόμματος που έχουν κοινή ιδεολογική ταυτότητα και επιδιώξεις και συνεδριάζουν μυστικά για να αποφασίσουν ποια στάση θα κρατήσουν στα επίσημα κομματικά όργανα. (Από εδώ).

Ετυμολογία από τη ρωσική, фракция (εδώ), που με τη σειρά της προήλθε από τη λατινική fractio (εδώ).

Αυτοί έχουν κάνει φράξια και πάνε να διασπάσουν το κόμμα. (Από εδώ).

Παράγωγα φραξιονιστής, φραξιονισμός, φραξιονιστικός.

Άλλη μια λέξη της κομματικής αργκό προερχόμενη από το χώρο της κομμουνιστικής αριστεράς, με τη γνωστή γλωσσική διαδρομή: Λατινικά => Ρωσικά (συνήθως μέσω κάποιας άλλης Ευρωπαϊκής γλώσσας, κυρίως της Γερμανικής => Ελληνικά. (Δες και κοοπτάτσια).

Βέβαια όπως συνήθως συμβαίνει (το'χα πάθει και γώ άλλωστε, εδώ) η λέξη απέκτησε άλλη σημασία στ' αυτιά των "αμύητων", όπως φαίνεται στο παράδειγμα:

Σκηνή από το "φοιτητικό" καφενείο, δίπλα στο Πολυτεχνείο, λίγο μετά τη μεταπολίτευση. Ο καφετζής έχει ακούσει τη λέξη και τα παράγωγά της, "μεταφράζοντάς τα κατά το δοκούν". Σχολιάζει το "εξάπορτο" που έκανα στον αντίπαλο "φράζοντας" τα πούλια του:

Τι βλέπω Μήτσο, φραξιονιστικές ενέργειες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρωσική λέξη λατινικής ρίζας που ανάμεσα σε άλλες (προπαγάνδα, ιντελιγκέντσια, αγκιτάτσια, προβοκάτσια) πέρασε στην ελληνική πολιτική σλανγκ, ιδιαίτερα στην κουκουσλάνγκ. Κοοπτάτσια ή κοπτάτσια υπάρχει όταν ένα αρχηγικό στέλεχος κατ' εξαίρεση δεν εκλέχθηκε από τα μέλη στη θέση αυτή, αλλά διορίστηκε απ' ευθείας από ανώτερο όργανο.

1) Ο Ζαχαριάδης έφτασε στην Ελλάδα το 1931 και έγινε ΓΓ με κοοπτάτσια της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
2) Υπό συνθήκες παρανομίας τα όργανα δεν μπορούσαν να εκλεγούν και έμπαιναν με κοοπτάτσια μόνο.
3) Πότε διαλέξαμε εμείς τον βασιλιά; Με κοοπτάτσια δεν τον φέρανε;

Ορισμένες φορές η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά και εκτός πολιτικής σλανγκ για να δηλώσει τον φυτευτό, κάποιον, δηλαδή, που τίθεται σε θέση ευθύνης χωρίς να έχει επιλεχθεί από τους υφισταμένους του.

1) - Άσε το αφεντικό μας έβαλε έναν καινούργιο προϊστάμενο πολύ μαλάκα και μας έχει πρήξει...
- Ποιος είναι αυτός;
- Δεν τον ξέραμε, τώρα ήρθε, με κοοπτάτσια.
2) - Και γιατί παρακαλώ να οδηγήσεις εσύ; Μας ρώτησες;
- Όχι δεν σας ρώτησα, θα οδηγήσω με κοοπτάτσια του μπαμπά μου που έχει το αυτοκίνητο. Γκέγκε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified