Βαριέμαι, δεν κάνω τίποτα.

Πω ρε φίλε, χθες όλο το πρωί κωλοβαρούσα, κόπηκε το ρεύμα και δεν είχα τι να κάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
alamo

furting around στα εγγλέζικα

#2
vikar

Σημαντική χρήση επίσης η μεταβατική, κωλοβαράω κάτι: καθυστερώ κάτι αδικαιολόγητα, απο οκνηρία, απο βαρεμάρα, παρά τις πιθανές δυσάρεστες συνέπειες (και συχνά, με όλα τα ψυχαναγκαστικά που μπορεί να συνοδεύουν).

#3
terror1975

νομιζω οτι η καταλληλοτερη μεταφραση στα αγγλικα θα ηταν ass breaking