Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Είναι κοντός, γυαλαμπούκας, αλλά κάνει μαγκιές και τρώει πάντα ξύλο.

- Ο ντολμάς ο Χρήστος πάλι πουλάει μαγκιά.
- Σε δυο λεπτά θα έρθει εδώ με ματωμένη μύτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φοράει γυαλιά και συνήθως είναι φλώρος.

Κοίτα τον γυαλαμπούκα, πάλι ξύλο τρώει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοντός.

Να και ο ζουμπάς, δεν πήρε ακόμα πόντο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγωγο του ζουμπά. Ο κοντός.

-Ρε κοίτα που το ζούμπατο κάνει μαγκιές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοντός, μικρόσωμος, μικροκαμωμένος.

-Τον είδες τον μπασμένο, ένα κι ένα μίλκο ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πατάω τέρμα το γκάζι.

- Σανίδωσέ το ρε μαλάκα, μας φτάνουν οι μπάτσοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που προδίδει, αποκαλύπτει.

Ρε καρφί, γιατί είπες στη μάνα μου ότι καπνίζω;

Βλέπε και ταβανόπροκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος κλάνει και ένας άλλος έχει από πίσω έναν αναπτήρα. Βγαίνει πολύ ωραίο αλλά μην το δοκιμάσετε.

- Κάναμε ένα πυροκλάνι φοβερό, παραλίγο να πάρει φωτιά το σώβρακό μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρχίδι.

Μου πονάει το φιστίκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνέχεια βρόμικος, χωρίς γκόμενα, μονίμως ιδρωμένος.

-Ρε ζαμπλιάξ δεν έκανες ακόμα μπάνιο;
-Ρε μαλάκα φρεσκολουσμένος είμαι, οχτώ μέρες έχω να πλυθώ, μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified