Όταν κάτι ξεκινά με καλούς οιωνούς, αλλά στην πορεία το πράγμα κάπου στραβώνει, συνήθως ελέω παρεμβολής τρίτου προσώπου, τότε γίνεται η λεγόμενη χαλάστρα. Ως επί το πλείστον χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε (εν δυνάμει) γκομενοδουλειές που -οποία έκπληξις- δεν ευδοκίμησαν. Από το ρήμα χαλάω-ώ. Συντάσσεται με το ρήμα ''κάνω'', συνήθως.

Σημ.: ο όρος δεν πρέπει να συγχέεται με τον ομώνυμο δήμο της περιφέρειας Θεσσαλονίκης.

  1. - Τι έγινε χτες ρε τελικά; Σε άφησα στο σημείο που είχες διπλαρώσει ένα γκομενάκι.... Το'φαγες; - Άσε ρε γκαντεμιά... Τι να φαω; Έσκασε στα καπάκια ο μαλάκας ο Νίκος και μου' κανε χαλάστρα...

  2. - Παω μια στιγμή στον Μίλτο κ έρχομαι...
    - Κάτσε στ'αυγά σου ρε παπάρα... Δεν τον βλέπεις, θες πάλι να του κάνεις χαλάστρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

Ορθότατος αν και καθήμενος υποθέτω
Κι όποιος σου χαλάει τα άστρα στη βαθμολογία, σου κάνει χαλάστρα ε;
Ωστόσο χαλάστρα, θα μπορούσε να σημαίνει:Tα αστρα του Χαλικού