Στα καλιαρντά σημαίνει «ακούω» και βγαίνει από το «όκι» (δηλαδή αυτιάζω).

Επίσης λέγεται και λουπάρω.

Με οκιάζεις που μπενάβω;;;

ΟΚΙ (από GATZMAN, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified