Καγκελώνω. Παγώνω. Μένω άναυδος έκπληκτος. Μένω μαλάκας.
Έμεινα κάγκελο με αυτά που μου είπε.
Καγκελώνω. Παγώνω. Μένω άναυδος έκπληκτος. Μένω μαλάκας.
Έμεινα κάγκελο με αυτά που μου είπε.
Βλ. και παθαίνω πλάκα, καγκελώνω, μένω καρότο, μένω κούκλα, μένω παγωτό, μένω πίπα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
0 comments