Από το τουρκικό berdah. Ουσιαστικό: «μπερντάκι», ουδέτερο και «μπερντάχι».
Θα σου ρίξω ένα χέρι ξύλο (μια μερίδα).
Δαρμός, ξυλοδαρμός, ξύλο.
«Το 'φαγε το μπερντάχι του». «Θα σου ρίξω ένα μπερντάκι ξύλο!». «Έβρεξε ένα μπερντάκι πούτσες» - Ιt is raining men.
Σε εμάς που τους μπουζουριάζαμε με επιχειρήσεις σκούπα και τους ρίχναμε κανά μπερντάκι για να τους φτιάξουμε χαρακτήρα;
Όπως κι εσύ δικαιολογείς το «μπερντάκι», γιατί είναι ο μόνος τρόπος λύσης.
Και δε του έριχνες ένα μπερντάκι, ρε πατρίδα;
2 comments
Επισκέπτης
Υπάρχει ήδη Πανούλη μπερντάχι, το
ο αυτοκτονημενος
οντος δεν το ειχα δει mill merci