Από το τουρκικό berdah. Ουσιαστικό: «μπερντάκι», ουδέτερο και «μπερντάχι».

Θα σου ρίξω ένα χέρι ξύλο (μια μερίδα).

Δαρμός, ξυλοδαρμός, ξύλο.

«Το 'φαγε το μπερντάχι του». «Θα σου ρίξω ένα μπερντάκι ξύλο!». «Έβρεξε ένα μπερντάκι πούτσες» - Ιt is raining men.

Σε εμάς που τους μπουζουριάζαμε με επιχειρήσεις σκούπα και τους ρίχναμε κανά μπερντάκι για να τους φτιάξουμε χαρακτήρα;

Όπως κι εσύ δικαιολογείς το «μπερντάκι», γιατί είναι ο μόνος τρόπος λύσης.

Και δε του έριχνες ένα μπερντάκι, ρε πατρίδα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Επισκέπτης

Υπάρχει ήδη Πανούλη μπερντάχι, το

#2
ο αυτοκτονημενος

οντος δεν το ειχα δει mill merci