Το μπερτάκι ξυλίκι, είναι αδιανόητο στη σύγχρονη παιδαγωγική τέχνη. Οι παλαιοί λέγανε όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος, τώρα έχουνε αλλάξει πολύ τα πράγματα, ίσως να λέγεται και τώρα για τους ανυπάκουους μπόμπιρες, αλλά δεν εφαρμόζεται.

Προπονηταράς σε ομάδα πιτσιρικάδων:
Έλα,έλα..γρήγορα, πάμε νέο παιχνίδι..και να παίζεται τίμια γιατί θα φάτε ένα μπερτάκι ξυλίκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελαφρύ χέρι ξύλο, κυρίως με σκοπό το συνετισμό.

Πέτρος: Η Ελευθερία πάλι σε κεράτωσε.
Παύλος: Μμμ,το θέλει το μπερντάκι της πάλι.

(Ο Πέτρος είναι ρουφ και ο Παύλος είναι συνειδητοποιημένος κερατάς)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τουρκικό berdah. Ουσιαστικό: «μπερντάκι», ουδέτερο και «μπερντάχι».

Θα σου ρίξω ένα χέρι ξύλο (μια μερίδα).

Δαρμός, ξυλοδαρμός, ξύλο.

«Το 'φαγε το μπερντάχι του». «Θα σου ρίξω ένα μπερντάκι ξύλο!». «Έβρεξε ένα μπερντάκι πούτσες» - Ιt is raining men.

Σε εμάς που τους μπουζουριάζαμε με επιχειρήσεις σκούπα και τους ρίχναμε κανά μπερντάκι για να τους φτιάξουμε χαρακτήρα;

Όπως κι εσύ δικαιολογείς το «μπερντάκι», γιατί είναι ο μόνος τρόπος λύσης.

Και δε του έριχνες ένα μπερντάκι, ρε πατρίδα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ξυλοδαρμός, το χοντρό ξύλο. Λέξη προελεύσεως τουρκικής, σύμφωνα με το λεξικό Τριανταφυλλίδη [τουρκ. perdah γυάλισμα, ανάποδο ξύρισμα]

  1. Απόσπασμα από βιβλίο του Νίκου Τσιφόρου:
    «Kάτι αναιδείς έρχουνται έτσι ν' ακουμπήσουνε το ξερό τους απάνω σε σωματικές σφαιρικότητες, λες, αδερφέ μου, και ικανοποιηθήκανε απολύτως με τούτη τη βρωμιά, κάτι άλλοι το προχωρούνε και λένε προστυχιές σιχαμένες και κατακαμαρώνουνε με τούτη την εκδήλωσι του »σελφ - σέρβις«..., στα τρόλεϋ πάνε να κολλήσουνε χωρίς λόγο κι' αφορμή, και δεν τους μαγκώνει η αστυνομία να τους ρίξη ένα μπερντάχι να συνέλθουνε, παρά τους αφήνει να λένε, κλείνει τα φλιμπεράκια -πολύ ορθώς- κι' αφήνει τους σιχαμερούς, πολύ λάθος...»

  2. Απόσπαμα μεταφρασμένου ποιήματος του Robert Gernhart:

«...ή, πιο καλά, ένα γερό μπερντάχι,
μπας κι επιτέλους κόψουνε τις πλάκες που μου ανακατεύουν το στομάχι».

Got a better definition? Add it!

Published