Προέρχονται από τη λέξη κομπλέ (ο πλήρης, συμπληρωμένος, από το γαλλ. complet) και χρησιμοποιούνται ανάλογα την κατάσταση που βρίσκεται ο άνθρωπος.
Προέρχονται από τη λέξη κομπλέ (ο πλήρης, συμπληρωμένος, από το γαλλ. complet) και χρησιμοποιούνται ανάλογα την κατάσταση που βρίσκεται ο άνθρωπος.
Σχετικά λήμματα: κομπλέ, κομπλέντερ, κομπλίκι
Got a better definition? Add it!
4 comments
jesus
επίσης κ το κομπλιεδιά κ το προσωπικό πορτογαλίζον κομπλέου
poniroskylo
Ήξερα πριν πολλά χρόνια έναν μεγάλο σε ηλικία άνθρωπο, θεός σχωρέστον, ο οποίος όταν ήταν εντάξει, κομπλέ, π.χ. στα ούζα, εδήλωνε γκομπλέν, γκομπλεντέν - με βαρύ Σαλονικιό, μαγκίτικο αξάν. Το οποίο μου φαινόταν τότε εξαιρετικά αστείο και διότι παρέπεμπε ηχητικά και στα κεντήματα γκομπλέν/gobelin - δηλαδή καμμία σχέση, αλλά τελείως.
GATZMAN
Εχω ακούσει και τη λέξη καρακομπλάν. Πρεπει να 'ναι παρεμφερούς νοήματος.
kits0s
Επίσης "φουλ κομπλέ κομπινεζόν", το άκουγα παλιότερα από αυτοκινητόβιους.