Ο αναπτήρας. Η λέξη χρησιμοποιείται σε έντονα φορτισμένη κατάσταση, συνήθως ευχάριστη.
- Στέλιο πιάσε λίγο τον προμηθέα ρε...
- Αχαχα χαχαχα ! Άκουσες τι είπε το κόκκαλο. Χαχα!
- Πιάσε ρε μπαμπούρι !
- Φχαριστώ...
Ο αναπτήρας. Η λέξη χρησιμοποιείται σε έντονα φορτισμένη κατάσταση, συνήθως ευχάριστη.
- Στέλιο πιάσε λίγο τον προμηθέα ρε...
- Αχαχα χαχαχα ! Άκουσες τι είπε το κόκκαλο. Χαχα!
- Πιάσε ρε μπαμπούρι !
- Φχαριστώ...
Got a better definition? Add it!
Είναι το iguana σε μικρή ηλικία. Συνήθως λέγεται ειρωνικά προς τον κάτοχο του συγκεκριμένου ζώου.
Στην κυριολεξία είναι είδος ερπετού, μικρή σαύρα.
- Έλα ρε Ράφα! Που χάθηκες;
- Ε, μαθήματα, δουλειές, ξέρεις ...
- Το σαμιαμίδι, τι λέει; Χαχαχα ...
- Ε, ρε μαλάκα, μην το λες έτσι! Iguana λέγεται ...
Got a better definition? Add it!
Κουλούρια που επικαλύπτονται συνήθως με κάποιο γλυκαντικό. Φτιάχνονται και ονομάζονται έτσι στα χωριά.
- Μήτσο έχεις να φάω τίποτα; Κόβει λόρδα!
- Έχω κάτι πιτιφούρια απ' τη γιαγιά! Μην τα φας όλα όμως μαλάκα. Τα θέλω για το πρωί.
- Thanks ρε.
Got a better definition? Add it!
Προέρχονται από τη λέξη κομπλέ (ο πλήρης, συμπληρωμένος, από το γαλλ. complet) και χρησιμοποιούνται ανάλογα την κατάσταση που βρίσκεται ο άνθρωπος.
Σχετικά λήμματα: κομπλέ, κομπλέντερ, κομπλίκι
Got a better definition? Add it!
Είναι προέκταση της λέξης κόκαλο και αναφέρεται σ' αυτόν που βρίσκεται υπό την έντονη επήρεια ουσιών ή/και αλκοόλ.
-Γεια σου Billy!
-Ω τη Μαίρη μας!
-Είσαι καλά;
-Εγώ καλά είμαι, εσύ καλά είσαι;
-Α κατάλαβα. Πάλι κοκαλίγκα είσαι Bill!
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρίζει τους ανθρώπους των οποίων τα μαλλιά είναι κουρεμένα σε σχήμα κέρατου ρινόκερου.
- Σ' αρέσουν τα μαλλιά;
- Τι να μ' αρέσουν ρε! Ράινο! Ε, ράινο!
- Σα ρινόκερος κουρεύτηκες! Χαχαχα !
Got a better definition? Add it!
Ο αναπτήρας. Στην κυριολεξία είναι η πέτρα του τσακμακιού, ο πυρίτης λίθος, η στουρναρόπετρα.
- Φέρε λίγο την τσακμακόπετρα ρε dude.
- Πιάσε!
- Thanks ρε!
Got a better definition? Add it!
Λέγεται (υπό μορφή ερώτησης) σε κάποιον που αργοπορεί να σκεφτεί ή δεν μπορεί να συνεννοηθεί επειδή:
1) μόλις ξύπνησε,
2) την προηγούμενη μέρα ήταν μεθυσμένος,
3) σκέφτεται κάτι άσχετο (βρίσκεται στον κόσμο του).
Προέρχεται από την λέξη καθυστερημένος [καθυστερώ], που σημαίνει γενικώς την ανεπαρκή νοητική ανάπτυξη.
Got a better definition? Add it!