Προέρχονται από τη λέξη κομπλέ (ο πλήρης, συμπληρωμένος, από το γαλλ. complet) και χρησιμοποιούνται ανάλογα την κατάσταση που βρίσκεται ο άνθρωπος.

- Χρήστο πάμε σταθμό; - Μέσα. Σε πόσο;
- Σε 15 λεπτά.
- Ξύδια θα 'χουμε;
- Ναι ρε!
- Κομπλεδάν!

Ο παπουτσωμένος γάτος - και γαμώ τα γκομπλέν (από poniroskylo, 14/03/09)

Σχετικά λήμματα: κομπλέ, κομπλέντερ, κομπλίκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified