Προέρχονται από τη λέξη κομπλέ (ο πλήρης, συμπληρωμένος, από το γαλλ. complet) και χρησιμοποιούνται ανάλογα την κατάσταση που βρίσκεται ο άνθρωπος.
Προέρχονται από τη λέξη κομπλέ (ο πλήρης, συμπληρωμένος, από το γαλλ. complet) και χρησιμοποιούνται ανάλογα την κατάσταση που βρίσκεται ο άνθρωπος.
Σχετικά λήμματα: κομπλέ, κομπλέντερ, κομπλίκι
Got a better definition? Add it!