Λέγεται για γερόντια που διατηρούν την κορμοστασιά τους και τη λεβεντιά τους, στη Θεσσαλία, αλλά και αλλού. Αυτός, γέρος κυρίως, που έχει σωματική και ηθική αντοχή, ο ακμαίος, δυνατός.
Ετυμολογία: Κοτσονάτος με προχωρητική αφομοίωση < κοτσανάτος < κοτσάνι < **κοψάνιον* < **κόψανον* < κόπτω.
Δεδομένου ότι ετυμολογείται από το κοτσάνι, ο κοτσονάτος είναι μάλλον αυτός που δεν του έχει πειραχτεί ο κορμός, δεν έχει λ.χ. καμπουριάσει, κακαμοιριάσει κτλ, αλλά διατηρεί ευθυτενές λυγερό παράστημα. Δηλ. το ανδρικό και γεροντικό αντίστοιχο της λεβεντομούνας.
Ασίστ: Beth.
Κοτσονάτος ο Επαμεινώνδας! Ηντάρισε κι ακόμη γαμεί με τη σέσουλα.
0 comments