Ο φοβητσιάρης, ο δειλός, ο άτολμος. Συνώνυμο του χέστης.
- Τελικά πήγε να μιλήσει στην ξανθιά που καθόταν μόνη της;
- Ποιος ρε; Ο Μήτσος; Αφού είναι κλάνας!
Ο φοβητσιάρης, ο δειλός, ο άτολμος. Συνώνυμο του χέστης.
- Τελικά πήγε να μιλήσει στην ξανθιά που καθόταν μόνη της;
- Ποιος ρε; Ο Μήτσος; Αφού είναι κλάνας!
Βλ. και κατουρλής, ο, κότα, μπουγατσόφλωρος, κουραμπιές, χεσμεντέν, χεζμεντέν, ζάζος, κλασομπανιέρα, η, κλάνω μέντες
Got a better definition? Add it!
0 comments