Ο φοβητσιάρης, ο δειλός, ο άτολμος. Συνώνυμο του χέστης.
- Τελικά πήγε να μιλήσει στην ξανθιά που καθόταν μόνη της;
- Ποιος ρε; Ο Μήτσος; Αφού είναι κλάνας!
Ο φοβητσιάρης, ο δειλός, ο άτολμος. Συνώνυμο του χέστης.
- Τελικά πήγε να μιλήσει στην ξανθιά που καθόταν μόνη της;
- Ποιος ρε; Ο Μήτσος; Αφού είναι κλάνας!
Βλ. και κατουρλής, ο, κότα, μπουγατσόφλωρος, κουραμπιές, χεσμεντέν, χεζμεντέν, ζάζος, κλασομπανιέρα, η, κλάνω μέντες
Got a better definition? Add it!
ρουφογκαβλέτα/ ρουφοκαβλέτα/ ρουφοκαυλέτα:
Αυτή η οποία αρέσκεται στην πεολειχία και μάλιστα διαθέτει (ενδεχομένως) ταλέντο σε αυτο. Μπορεί να χρησιμοποιηθει απαξιωτικά ή/και επαινετικά.
- Ωραία και καλή κοπέλα η Μόνικα, έτσι;
- Σιγά ρε, μία ρουφοκαυλέτα είναι!
- Τι έγινε με τη Γεωργία ρε συ; Καλή στο κρεβάτι;
- Πο πο φίλε τρελή ρουφοκαυλέτα σου λέω!!!
Got a better definition? Add it!