Χανιώτικη ιδιωματική έκφραση που σημαίνει μου στρίβει ή μου λασκάρει (η βίδα), τρελαίνομαι... Κυριολεκτικά σημαίνει κάτι παραπλήσιο, δηλαδή, αφαιρώ τα καρφιά, ξεκαρφώνω.

«Περτσίνια» λέγονταν τα καρφιά, βενετσιάνικη λέξη - στα ιταλικά percini = καρφί). Επειδή η παράδοση πουλάει, θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι προέρχεται από την ιδιόλεκτο των κατασκευαστών παραδοσιακών υποδημάτων (στιβανάδων) αλλά, αλίμονο, το λένε καμιά φορά και οι μαστόροι όταν ξεκαλουπώνουνε με το σκεπάρνι στην οικοδομή...

Εναλλακτικά λέγεται και «ξεπερτσικώνω» και καμιά φορά (εσφαλμένα) «περτσικώνω» ή περτσινιάζω».

- Κι ο Χρήστος, ίντα κάνει αυτός;
- Εξεπερτσίκωσε... εχώρισε τη γυναίκα του με το μωρό για μια Βουλγάρα, και μετά τονε παράτησε αυτή, κι εδά κάθεται στο λιμάνι και μιλεί μοναχός του σαν τον τροζό... - Μωρέ...!

Δες και περτσινώνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Vrastaman

wb Χαλ!

#2
xalikoutis

θξ v/man

#3
GATZMAN

To percini έχει καμιά καμιά κοινή ρίζα με την πέρκα; Μπα;

#4
GATZMAN

Σπεκ χαλικού

#5
Galadriel

Το «πριτσίνι» παίζει ως παραλλαγή ή απλά το 'χω ακούσει λάθος «θα σε πριτσινώσω» με την έννοια θα σε καρφώσω στο πάτωμα να με αφήσεις ήσυχο;

#6
xalikoutis

σχετικά με την έννοια του καρφώνω βλ. και περτσινώνω όπως λέει και η ΣΟ

#7
Galadriel

ΣΟ;

#8
Vrastaman

Κάποιος σλάγγουρας ας αποδελτιώσει τα παρατσούκλια της Μες!

#9
Galadriel

Ωχ παναγία μου, παρατσούκλιΑ;;;

#10
Kraou

Προέρχεται από το τουρκικό perçin. Συγκεκριμένα αδυνατώ να βρώ ιταλική λέξη percini. To αντίστοιχο ιταλικό είναι chiodo/rivetto, καμία σχέση δηλαδή.