Απομακρύνσου, κάνε στην άκρη, φεύγα.

Χρησιμοποιείται και από τους ναυτικούς σαν προσταγή απομάκρυνσης από κάποιον χώρο.

Συνοδεύεται συνήθως και από μία επεξηγηματική λέξη.

  • βάρδα φουρνέλο (γνωστή προειδοποίηση στα λατομεία)
  • βάρδα κι έρχεται (κάτι το επίφοβο)
  • βάρδα να περάσω (εμπεριέχει απειλή)

Η λέξη δεν έχει σαφή καταγωγή και ετυμολογία. Υπάρχουν οι εξής τρεις εκδοχές:

α) Προέρχεται από το Ενετικό ρήμα vardar = απομακρύνομαι

β) Προέρχεται από τον φόβο που προκαλούσε ο στρατηγός του Βυζαντίου Βάρδας Σκληρός και οι χωρικοί τρομοκρατημένοι ενημέρωναν πως «έρχεται ο Βάρδας».

γ) Προέρχεται από την αγανάκτηση των διερχομένων από την πολύ δύσβατη περιοχή της κωμόπολης Βάρδας. «Αντε την Βάρδα να περάσω».

  1. - Θα έρθει και ο Τάσος. - Ώχ, βάρδα κι έρχεται.

  2. - Άκου να σου πω... -Βάρδα να περάσω ρε.

(από GATZMAN, 21/03/09)

για την ετυμολογία βλ. σχόλιο Πονηρόσκυλου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
vip

Βαρδάτε κι έρχεται ο Βασίλης!

#2
vip

Στην πρώτη εκδοχή και φυλάξου

#3
Βασίλης-7

@vip
Άμα έρχομαι εγώ μη φοβάσαι :-)

Η πρώτη εκδοχή μοιάζει και η πιο σωστή.
Αλλά η δεύτερη έχει γούστο.
Η τρίτη μου φαίνεται αδύναμη.

#4
Hank

Μπράβο Βασίλη! Χρήστες σαν εσένα έχουν κάνει το slang.gr slang.edu. Χαλαρά και ποντάρω στην πρώτη εκδοχή, αλλά στο σάιτ μας έχει γούστο να βάζουμε και παρετυμολογίες. Άλλωστε ποτέ δεν ξέρεις...

#5
Galadriel

Ωραίο λήμμα! Ακούγεται συνέχεια! Βάρδα κι αράξαμε ε για μόλα, γεια σου καΐκι μου Άη Νικόλα. Η δύσβατη περιοχή είναι η Βάρδα Ηλείας; Μπα. Αλλά έχει πλάκα.

#6
poniroskylo

Δεν νομίζω να υπάρχει αμφιβολία ότι προέρεχεται από το ενετικό vardar - και τα λεξικά αυτό δίνουν. Vardar, πάντως, δεν σημαίνει, εξ όσων ξέρω, απομακρύνομαι. Σημαίνει κοιτάζω, προσέχω και varda είναι η προστακτική > κοίταξε, πρόσεξε. Ενδιαφέρον έχει ότι αυτό το vardar είναι η ρίζα και της λέξης βάρδια

#7
Cunning Linguist

Επίσης, το βάρδα το χρησιμοποιεί πολύ ο Καζαντζάκης...

Χαμηλή βαθμολογία βλέπω όμως στον ορισμό, αν και το αξίζει το πεντάστερο!

#8
Βασίλης-7

Σωστή η τοποθέτηση του πονηρόσκυλου.
Έτσι είναι.

#9
HODJAS

Εκ του ιταλικού guardare

#10
Μιτζνούρ

Mes, είναι Σία κι αράξαμε.

Το βενετσιάνικο vardar(e) προέρχεται από το ιταλικό guardare και σημαίνει 'πρόσεχε'. Η πρώτη ετυμολογία η μόνη αποδεκτή.

Προσοχή βενετσιάνικο όχι 'ενετικό' διότι στη γλωσσολογία ως 'ενετικό' θεωρούμε τον δυτικό κλάδο του ενετοϊλλυρικού κλάδου της Ινδοευρωπαϊκής (Ιαφεθιτικής) ομογλωσσίας, από τον οποίο προέρχονται οι αρχαιότατες, και από μακρού παύσασες γλώσσες 'ενετική' και 'μεσαπική' καθώς και η σημερινή αλβανική (ανατολικός κλάδος). Οι γλώσσες αυτές είναι διαφορετικές από εκείνες που προέκυψαν από τα λατινικά και τις συγγενείς τους π.χ. ουμβρική

#11
Gambertais

«Βάρδα Σμύρνη, βάρδα Πόλη κι θα ρίξ' ου Γιάνν'ς του βόλι!»
Φώναζε και ο Ψευτόγιαννης του παραμυθιού για να φοβερίσει τους 40 Δράκους.

#12
vanias

στην αθλητικοδημοσιογραφική αργκό πάντως, οι «εμπειρικοί» -για να μην ειπώ τίποτα πιο ωμό-του φιλάθλου καθιέρωσαν το «βάρδα μη (και) επισυμβεί το δείνα» ενδεχομένως λόγω σύγχυσης με το «βάστα». πως το λεμε όταν μια λάθος σύλληψη καταλήγει να γινεται καταλυτικός παράγων στη διαμόρφωση του κόσμου; να, εδώ το χω και μου διαφεύγει. ίδια αρχη με τη θεωρια περι σεληνιασμού λόγω πανσελήνου.

#13
Tatum

Το βενετσιανικο varda (χρισιμοποιητε και σε αλλες κοντινες περιοχες) οπως και τι Ιταλικο guardare σημενει «να βλεπεις».
Χρησιμοποιητε οντος και σαν προσεχε

#14
dryhammer

Στη ναυτική ορολογία και απο κει και στα υπόλοιπα η βάρδια εχει το νόημα του: ειμαι στο πόστο μου, σε επιφυλακή, ώστε άν ή όταν συμβει κάτι να μπορώ να επέμβω, νά ειδοποιήσω, να διορθώσω, να ρυθμίσω ανάλογα τη θέση και την περίσταση. Όταν «κάνω βαρδια» αυτό δεν κάνω σε οποιαδήποτε δουλειά;
Βαρδάρω= κάνω ελιγμό αποφυγής
Βαρδιόλα= η θέση στα άκρο του «φτερού» στη γέφυρα του πλοίου (οπτήρας στο ΠΝ;)
πρβλ «Βαρδιάνος στα σπόρκα» του Παπαδιαμάντη

#15
donmhtsos

Χωρίς να έχω την ιδιαίτερη (γλωσσολογική) γνώση, καταθέτω τον γλωσσικό "οβολό" μου στην διερεύνηση του παρόντος λήμματος. Κττμγ το ιταλικό guardare, που αναφέρεται σε σχόλια παραπάνω (Χότζας, Μιτζνούρ, Τατούμ) σημαίνει βλεπω, προσέχω, αλλά και φυλάω, φρουρώ. Με την τελευταία έννοια έχει περάσει στα Ισπανικά (guardar: διατηρώ, φυλάω, φρουρώ),στα Γαλλικά και στ' Αγγλικά (guard: φρουρός, φρουρά). Επίσης σε πολλά νησιά του Αιγαίου υπάρχουν επώνυμα όπως Βάρδας (από το vardar(e)/guardare), Βαρδακόστας (Varda/guarda+costa: φυλάει την ακτή), Βαρδακαστάνης (πιθ. παραφθορά του Βαρδακοστάνης από το Βαρδακόστας), Γαρδέρης (από το ιταλικό guardare). Τά ονόματα αυτά, μαζί με τα τοπωνύμια με το συνθετικό -βίγλα (Βίγλα, Κακή Βίγλα, Ημεροβίγλι κλπ.) παραπέμπουν σε φύλακες των ακτών που το βασικό τους καθήκον ήταν να ειδοποιούν τους κατοίκους των νησιών για επιδρομές πειρατών. Σε πολλές από τις προαναφερθείσες "βίγλες" [μσν. βίγλα < υστλατ. ρ. *viglare < λατ. vigilare κάνω σκοπός΄, vigiliaφρουρά΄] από (εδώ) υπάρχουν ακόμα πέτρινες κατασκευές (φρυκτωρίες) γιά το άναμα φωτιάς από τους "ακτοφύλακες". Έχω ακούσει από αρχαιολόγους, ότι πολλές από τις κατασκευές αυτές υπάρχουν από την αρχαιότητα και έμπαιναν σε χρήση κατά τις δύσκολες μεταβατικές περιόδους, που δεν υπήρχε παγιωμένη εξουσία στο Αιγαίο και ανθούσε η πειρατεία.

Μετά τα παραπάνω πιστεύω ότι το "βάρδα"(πρόσεχε, φυλάξου) προέρχεται από το vardar(e)/guardare, όπως και η βάρδια που γράφει από πάνω ο φίλος μου ο Ξεροσφύρης (στο Πολεμικό Ναυτικό, τη δεκαετία του '70, τη λέγαμε "φυλακή").

Όπως πάντα κάθε συνεισφορά από τους καλύτερα γνωρίζοντες είναι ευπρόσδεκτη.