Γαμάω. Καρφώνω αλύπητα με την σούβλα. Ξεκωλιάζω.

Μερικές φορές χρησιμοποιείται αποκλειστικά για το πρωκτικό σεξ.

Σούβλισα ένα μουνάκι προχτές, του γάλακτος λέμε...

Κάτι τέτοιο έχω στο μυαλό μου...  (από Marco De Sade, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified