(Επ)αρκώ, αυγατίζω, «πιάνω», «κάνω» (= είμαι κατάλληλος, ταιριάζω), περνάει η μπογιά μου (= αντέχω, βαστάω, έχω απόδοση), λέξη πας παντού.

  1. - Ρε γμτ, είδες, έκλεισε κι αυτό το μαγαζί...
    - Ρε συ πού να φτουρήσουν τόσα ίδια το ένα δίπλα στο άλλο... απορώ πώς λειτουργούν και τα υπόλοιπα.

  2. Καλά, μεγάλε, ξέχασέ το το 5Χ5, αφού δε φτουράς πια, δεν σε πάνε τα πόδια σου, τί επιμένεις;

Got a better definition? Add it!

Published

#1
Galadriel

Έκπληξη: είναι δυνατόν να μην υπάρχουν ήδη αυτά τα λήμματα; Τι κάνεις βρε ιρον τα σβήνεις και τα ξαναγράφεις; αχαχαχα πάρτααα *****

#2
Hank

Κατά Μπαμπινιώτη: φτουράω, κατ' επίδραση του φτάνω από < λατινικό obduro = είμαι σκληρός, υπομένω, < duro = σκληρύνω < durus = σκληρός.

#3
Vrastaman

durus durus cummundurus

#4
GATZMAN

Πω πω...έλειπε αυτό! Χάλασε ο κόσμος! Το ψαχνα που και που για να το λινκάρω κι όλο μου 'λεγαν πως πήγε να πάρει τσιγάρα. Τελικά το συλλάβαμε, δια χειρός αϊρον! χεχε