(Επ)αρκώ, αυγατίζω, «πιάνω», «κάνω» (= είμαι κατάλληλος, ταιριάζω), περνάει η μπογιά μου (= αντέχω, βαστάω, έχω απόδοση), λέξη πας παντού.

  1. - Ρε γμτ, είδες, έκλεισε κι αυτό το μαγαζί...
    - Ρε συ πού να φτουρήσουν τόσα ίδια το ένα δίπλα στο άλλο... απορώ πώς λειτουργούν και τα υπόλοιπα.

  2. Καλά, μεγάλε, ξέχασέ το το 5Χ5, αφού δε φτουράς πια, δεν σε πάνε τα πόδια σου, τί επιμένεις;

Got a better definition? Add it!

Published