Κάποιος «κάνει τον Κινέζο» ή «το παίζει Κινέζος» όταν προσποιείται τον ανήξερο, μην καταλαβαίνοντας αυτό που του λένε, όπως θα έκανε ένας Κινέζος αν του μίλαγαν ελληνικά.
Συνώνυμα (συντάσσονται με τα ρήματα κάνω και παίζω):
- μαλάκας
- μαλέκος
- Αλέκος
- πάπια
- Τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ ρε Τάσο;
- Μ' έδιωξε η Σούλα απ' το σπίτι...
- Γιατί;
- Κατούρησα με το καπάκι του καμπινέ κάτω κι όταν μου ζήτησε τα ρέστα έκανα τον Κινέζο...
0 comments