Το τσιγαριλίκι. Απαντάται και ως γάρο (ουδ.)

- Να στρίψουμε καναν γάρο μπας και σκεφτούμε καλύτερα την υπόθεση;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
iron

η άχρηστη πληροφορία της ημέρας:

γάρος, στην αρχαία Ελλάδα, ήταν ένα αηδιαστικό για μας σήμερα, πλην αλλ' όμως περιζήτητο τότε, πράμα:

«Μια κανάτα γάρου ήταν εξαιρετικό δώρο. Η παραγωγή του αποτελούσε σημαντική βιοτεχνική δραστηριότητα στον αρχαίο κόσμο. Για να φτιάξεις γάρο, αγόρασε φρέσκα μικρά ψάρια. Χωρίς να τα καθαρίσεις, ανακάτεψέ τα με μπόλικο χοντρό αλάτι. Βάλε το μείγμα σε δοχείο και άφησέ το να υποστεί ζύμωση για 3 μήνες. Σούρωσε το υγρό και εμφιάλωσέ το. Ενδέχεται να λιποθυμήσεις από την απαίσια μυρωδιά!»

από το Μικρά μυστικά για φαγητά στα χρόνια τα παλιά, έντυπο για παιδιά, έκδοση του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης

#2
GATZMAN

Λές να 'ταν γαύροι;