Ελάχιστη ποσότητα φούντας ή μαύρου.

Ετυμολογικό σχόλιο: ψίλος < ψιλή, η (μια ψιλή=κάτι λίγο) με παρετυμολογική επίδραση της λ. ψύλλος. Υπάρχει όμως και η αντίστροφη άποψη: ψύλλος < από το όνομα του ζωυφίου, επειδή είναι πολύ μικρό, με παρετυμολογική επίδραση της λ. ψιλή.

Άμα σε πιάσουνε με κάνα ψύλλο
και σε ταράξουνε στο ξύλο ντον΄τ γουόρι, μπι χάπι. (Αφοί Κατσιμίχα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Vrastaman

Και ένα παλαιό πατσιστικό...
Το άκρον άροτρον της γκαντεμιάς: Μαύρος με ελάχιστη ποσότητα που δεν παίζει μπάσκετ.

#2
Vrastaman

(ρατσιστικό)