Σε θέση επιρρηματικού κατηγορουμένου, σημαίνει ολόκληρος, κατευθείαν, όπως είμαι. Παρόμοια σημασία με το ολοσούμπιτος.
Π.χ. μπήκαμε συμπούρμπουλοι = μπήκαμε κατευθείαν, όπως ήμασταν.

Ετυμολογικό σχόλιο: πιθανώς προέρχεται από το συμπούπουλος = «μαζί με τα πούπουλα», «αξεπουπούλιαστος, αμάδητος», που σε φράσεις όπως «ο σκύλος έχαψε το σπουργίτι συμπούπουλο» τείνει να λάβει τη σημασία του «κατευθείαν, χωρίς πολλά-πολλά».

Και όπως ήμασταν στο κέφι και δε γουστάραμε να το διαλύσουμε, φεύγουμε από το μαγαζί και σκάμε εφτά άτομα συμπούρμπουλοι στο σπίτι του Γιάννη, τρεις η ώρα το πρωί. Χαρές που έκανε η μάνα του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Hank

Μπράβο! Τό 'χα βρει σ' ένα μπλογκ και δεν ήξερα τι σημαίνει, από πού προέρχεται...

#2
GATZMAN

Σωστός ο παίκτης

#3
ο αυτοκτονημενος

μηπος συν (και) μπουρμπουλια ;;

#4
GATZMAN

Εννοείς τη δικαστικό Μπουρμπούλια; xe xe xe

#5
Vrastaman

Στος ο Αλλος!