(θηλυκό: καυλώτρια). Αυτός που προκαλεί τη σεξουαλική διέγερση στους άλλους σε μεγάλο βαθμό, σε αντίθεση με τον καυλιάρη, που διεγείρεται σεξουαλικά εύκολα ο ίδιος.
Κοίτα τον πώς μοστράρει τα μαυρισμένα του μούσκουλα. Νομίζει ότι είναι καυλωτής...
Got a better definition? Add it!
Published 2006-08-25 22:36:01+00:00 Last modified 2015-05-08 15:22:28+00:00
electron
2009-09-22 04:42:25+00:00
αυτός μου μοιάζει για τον πρώτο ορισμό του σάιτ!
Galadriel
2009-09-22 07:23:19+00:00
O 110 ορισμός είναι :)
GATZMAN
2009-09-22 08:31:06+00:00
Στο δυαδικό σύστημα;
Khan
2009-09-22 18:16:15+00:00
Εν αρχή ην η καύλα...
earendil_ath
2012-08-28 20:46:46+00:00
λέγεται και ο βοηθός στα συνεργεία που γυρίζουν πορνοταινίες, μη σας πω τι κάνει :)
Vrastaman
2012-08-29 13:06:20+00:00
Αναπληρώτρια καυλώτρια, πως λέμε ανάφτρα.
2012-08-29 16:09:41+00:00
H καυλοσυνάτη καυλώτρια διεγείρει και εγείρει τον μαγικό αυλό και τον αναγαμματίζει τελικά σε γαμικό αυλό.
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.
7 comments
electron
αυτός μου μοιάζει για τον πρώτο ορισμό του σάιτ!
Galadriel
O 110 ορισμός είναι :)
GATZMAN
Στο δυαδικό σύστημα;
Khan
Εν αρχή ην η καύλα...
earendil_ath
λέγεται και ο βοηθός στα συνεργεία που γυρίζουν πορνοταινίες, μη σας πω τι κάνει :)
Vrastaman
Αναπληρώτρια καυλώτρια, πως λέμε ανάφτρα.
GATZMAN
H καυλοσυνάτη καυλώτρια διεγείρει και εγείρει τον μαγικό αυλό και τον αναγαμματίζει τελικά σε γαμικό αυλό.