Η ελευθερία ενός προσώπου να γαμά ή να γαμιέται χωρίς καθόλου δεσμεύσεις.

- Άσ' τα μαν, χώρισα.
- Κα(υ)λύτερα ρε... ελευθερογαμία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

Ελευθερογαμία ή θάνατος