SLANG.gr
  • Ελληνικά
  • Sign up or log in
  • Lemmas
  • Definitions
  • Comments
  • Tags
  • Members
  • Forum
  • New definition
  1. SLANG.gr
  2. Lemmas
  3. Definitions
  4. 1 definition for ελευθερογαμία

ελευθερογαμία

Η ελευθερία ενός προσώπου να γαμά ή να γαμιέται χωρίς καθόλου δεσμεύσεις.

- Άσ' τα μαν, χώρισα.
- Κα(υ)λύτερα ρε... ελευθερογαμία.

NOTE FROM THE MODERATORS TEAM

Έρωτες χωρίς δεσμεύσεις: ανάβω κεράκι, γαμιολάκι, ελευθερογαμία, ελευθεροσχεσίτες, ένα στα γρήγορα, ερωφίλη, καβάτζα, καβατζογκόμενα, καφέ και πίπα, κοινόχρηστη γκόμενα, ξεπέτα, πηδύλλιο, πισωκολλητός και πισωκολλητή, πουτσοδότης, σαλματζής, σεξάκι (ως και σεξάκοι), σέρβις, φιλικό (τα καλύτερα γκολ μπαίνουν στα φιλικά), φίλοι με προνόμια, fuck buddy, one night.

Got a better definition? Add it!

  • νεολογισμός
  • σεξουαλικό
  • χαρακτηρισμός κατάστασης

Published 2009-05-10 09:01:37+00:00
Last modified 2011-11-01 13:35:55+00:00

psychomaniac

psychomaniac

  • 16
  • 11
  • Terms & Conditions
  • Privacy Policy
  • Contact

© SLANG.gr 2006-2015

Sign up or log in

Login

I forgot my password!

New member registration

Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.