«Γίνομαι φραπόγαλο»: ταρακουνιέμαι πολύ (από την άτσαλη οδήγηση κάποιου, από το καράβι όταν έχει κύμα, από κενά αέρος κατά την πτήση κλπ.).
Μην το πας από τις λακκούβες ρε Γιάννη, φραπόγαλο γίναμε!
«Γίνομαι φραπόγαλο»: ταρακουνιέμαι πολύ (από την άτσαλη οδήγηση κάποιου, από το καράβι όταν έχει κύμα, από κενά αέρος κατά την πτήση κλπ.).
Μην το πας από τις λακκούβες ρε Γιάννη, φραπόγαλο γίναμε!
Got a better definition? Add it!
0 comments