Ένα από τα εις -ούμπα σλανγκικά ουσιαστικά, και μάλιστα από τα πιο χαρακτηριστικά. Εννοείται το στρατιωτικό κράνος.

Νομίζω ότι σε -ουμπα σλανγκίζονται αντικείμενα με τα οποία έχουμε ιδιαίτερη οικειότητα, είναι εξαρτήματά μας απαραίτητα, ή ιδιαιτέρως ποθητά, πρβλ αδειούμπα, φραπεδούμπα, κινητούμπα.

Πηγή: Κπάτακας.

Καλά, χρησιμοποιείς την κρανούμπα για να πλένεις τα ρούχα σου;

(από granazis, 24/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Dirty Talking

ΥΓ. Το τελευταίο που λέω από κοινού με την αρχική σε -ουμπα σημασία που είναι το μέγεθος.
Απλώς υπάρχουν περιπτώσεις, όπως η κινητούμπα, όπου η περισσότερο κινητούμπα είναι αυτή με το μικρότερο μέγεθος!

#2
Ο ΑΛΛΟΣ

Μάλλον πρόκειται για έμφαση. Αδειούμπα = γουστάρω, άδεια!
Φραπεδούμπα = αραχτοί κι έτσι, φραπεδιά και κάτσ' καλά.
Προσοχούμπα (λίγο δε μ' αρέσει σα λέξη, αλλά το έχω ακούσει) = φαντάσου τι ψαρωτικός, προσοχές του βαράγαμε!
Φτυαρούμπα = πω ρε πήξιμο, να σκάβουμε λάκκους με το φτυάρι γαμώ τον έψιλον σίγμα γαμώ!
Και ούτω καθεξής.

#3
Hank

Στος ο Άλλος! Γι' άλλη μια φορά έχει φιλολογικό ένστικτο!