Ο πάρα πολύ φλώρος, με φλωριά που πιάνει πάτο.

Ψευδογαλλιστί: πατ ντε φλερ.

Όλο ντεκαφεϊνέ (σ.ς.: με την καλή έννοια) και μαλακίες πίνει ο πατόφλωρος! Πάρε κανά φραπέ να γίνεις άντρας! (No link intended).

Σχετικό: σκατίφλωρος, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified