Σημαίνει «σβήσε». Χρησιμοποιείται κατά κόρον και απαράλλαχτα όταν υποδεικνύουμε τη διόρθωση ορθογραφικών λαθών στον πίνακα, στο χαρτί ή στην οθόνη του ΠΨ.

- Ωχ! Σβού ρε συ το ένα «λ» στο «Καλλό Πάσχα»
- Δεν το σβω, ρε. Είμαι από Σαλλονίκη.

Got a better definition? Add it!

Published

#1
allivegp

(και συνεχίζει) ...Τραβάς κάνα ζόρι, ε; Όχι, άμα τραβάς πες μου κ.λπ., κ.λπ....

#2
vikar

Παραδέχομαι τρόπο σκέψης...

Αλλα ούτε λεξιπλασία, ούτε και νεολογισμός είναι!... Κάτσε να το αλλάξουνε λίγο οι μ ό τ ζ ...

#3
allivegp

Ίσως οι κατηγοριοποιήσεις που παρέχονται χρειάζονται μια επεξήγηση, μια και πρόκειται για jargon, ώστε να μπορούμε να κατατάσσουμε σωστά τα λήμματα μας.

#4
vikar

Δίκιο.

#5
xalikoutis

πολλά δεν υπάρχουνε δικαίως ή αδίκως

τσου, ξου, φτου, μπου,

υπάρχουν τα ντου, χου ...