Σημαίνει «σβήσε». Χρησιμοποιείται κατά κόρον και απαράλλαχτα όταν υποδεικνύουμε τη διόρθωση ορθογραφικών λαθών στον πίνακα, στο χαρτί ή στην οθόνη του ΠΨ.
- Ωχ! Σβού ρε συ το ένα «λ» στο «Καλλό Πάσχα»
- Δεν το σβω, ρε. Είμαι από Σαλλονίκη.
Σημαίνει «σβήσε». Χρησιμοποιείται κατά κόρον και απαράλλαχτα όταν υποδεικνύουμε τη διόρθωση ορθογραφικών λαθών στον πίνακα, στο χαρτί ή στην οθόνη του ΠΨ.
- Ωχ! Σβού ρε συ το ένα «λ» στο «Καλλό Πάσχα»
- Δεν το σβω, ρε. Είμαι από Σαλλονίκη.
Got a better definition? Add it!