Η πρόσθεση σιλικόνης στο γυναικείο στήθος. Από το σιλικονίτσα. Χρησιμοποιείται ως πιο κομψός όρος όταν θέλουμε να ρωτήσουμε με τρόπο αν η συνομιλήτριά μας έχει κάνει προσθετική στήθους.

- Κονίτσα;
- Τι κονίτσα;
- Σιλικονίτσα;
- Όχι παιδί μου! Κληρονομικό χάρισμα. Όλες στην οικογένεια έτσι είμαστε.

δείτε το video που ακολουθεί.

(από john386, 24/05/09)

βλ. και κονάτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Vrastaman

Στα γαλλικά,το μουνί το λένε con. Μεταφορικά δε, έτσι λένε και τον μάλακα. Αυτό ανοίγει νέες δυνατότητες για το κονίτσα.

#2
Hank

Χαχα, μπράβο για την καταγραφή! Βλ. και κονάτο, το.

Δηλαδή Βράστα, ο μαλάκας στα γαλλικά ορίζεται κυρίως ως χαζομούνης, ας πούμε αυτός που έχει χαζέψει απ' το μουνί;

#3
GATZMAN

Αρα μ' αυτό που λες ξεπροβάλλει νέα σημασία για τη λέξη κονσολίστ = κον + σόλο +λιστ= παίζει σόλο μούτο (οχι με τη βοήθεια φραπεδιάρας) και ελευθερώνει μέσω εκροής σπέρματος, χώρο από τη λίστα, των γραμμένων στα αρχίδια του, προκειμένου να καταχωρήσει καινούριες εγγραφές. Λέμε

#4
Vrastaman

Ένα κονσόρτιουμ από σκανγκομούνες και πάει λέγοντας...

#5
dryhammer

Οπότε η κονσόλα είναι η, αποκλειστικά, χρήστις δακτύλων ή δονητού προς ικανοποίησιν; (Ξέχασα τα ζαρζαβάτια...)