ή γαυγικό: ο σκύλος.
Η ονομασία προέρχεται από τον ήχο «γαβ γαβ» που κάνει το ζώο κατά το γαυγισμά του.
- Ωπ, ωραίος! Πήρες γαβγικό;
- Ε ναι ήθελα ένα σκυλάκι να μού κάνει παρέα...
ή γαυγικό: ο σκύλος.
Η ονομασία προέρχεται από τον ήχο «γαβ γαβ» που κάνει το ζώο κατά το γαυγισμά του.
- Ωπ, ωραίος! Πήρες γαβγικό;
- Ε ναι ήθελα ένα σκυλάκι να μού κάνει παρέα...
Got a better definition? Add it!
Η μελανιά στα Κρητικά. Από το «μπλάβος, που σημαίνει μελιτζανής, μόβ» (πάσα: vikar).
«Μπλαβινιά» στην Καλαμάτα.
- Χτύπησα χτες το χέρι μου και δες πόσο έχει μπλαβίσει...
- Πώ, ρε μαλάκα. Τρελή μπλαβάδα, φίλε!
Got a better definition? Add it!
Ιντερνετικός όρος που υποδηλώνει μάτια που δακρύζουν.
Κυρίως χρησιμοποιείται στα online games αντί της έκφρασης «Cry more noob» (noob=newbie=πρωτάρης), η οποία παρακινεί τον αντίπαλο χρήστη να κλάψει, καθώς νικήθηκε σε κάποια διαδικτυακή μάχη.
Χρησιμοποιείται και για κάποιον που απλά κλαίει/κλαίγεται.
Πιστεύεται ότι βγήκε από το Warcraft II, στο οποίο η συντόμευση των πλήκτρων ALT+Q+Q, τερματίζει το πρόγραμμα. Έτσι οι παίκτες του παιχνιδιού προτρέπουν όσους χάνουν να εγκαταλείψουν, γράφοντας συντομογραφικά qq.
- Παρ' το γκολάκι μωρή.
- Έλα ρε μαλάκα, αφού έχω μείνει με 9..
- Ρε κιου κιου.
- Τι; Θα το βάλεις απ΄ευθείας;
- Kιου κιου!
Online ατάκες εξωτερικού
«Shut up or QQ!»
«Why don't you QQ, noob;»
«Jeez man, quit QQing!»
Oscar QQed when he lost the game because he thought that people were cheating.
Got a better definition? Add it!
Την έκανα με ελαφρά πηδηματάκια. Έφυγα απαρατήρητος.
Παρομοιάζεται με την κίνηση του φιδιού, το οποίο γλιστράει γρήγορα και αθόρυβα. Καμιά φορά και ύπουλα.
Έκανε το μάγκα, μα μόλις έσκασε ο φουσκωτός να του ζητήσει το λόγο, έγινε φιδίσιος.
Got a better definition? Add it!
Ο πρεζάκιας που, υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών, η φωνή του αλλοιώνεται και ακούγεται πιο ... «ζουζουνίστικη». Ίσως και κάποιες από τις κινήσεις του να προκάλεσαν αυτόν τον χαρακτηρισμό.
Θα το ακούσετε και ως ζούζουνας.
Τι πας να κάνεις τέτοια ώρα στην πλατεία ρε; Τώρα μόνο ζούζουνες θα είναι.
Got a better definition? Add it!
«Πνίγομαι» επειδή στραβοκατάπια ή επειδή κάποιος είπε κάτι και με έκανε να γελάσω, τρομάξω κτλ. Συνήθως ακολουθείται από βήχα και καθάρισμα λαιμού.
Ντιπ κρητική έκφραση και πολύ συνηθισμένη στο νησί.
... και της λέω: Παρ' τα μωρή άρρωστη! Χααα χαα!
- Ρε μαλάκα, μην λες μαλακίες όταν τρώω. Θα γκρουφτώ!
(Βήχας)
- Τι έγινε ρε; Γκρούφτηκες; Να σε χτυπήσω στην πλάτη;
Got a better definition? Add it!
Η πρόσθεση σιλικόνης στο γυναικείο στήθος. Από το σιλικονίτσα. Χρησιμοποιείται ως πιο κομψός όρος όταν θέλουμε να ρωτήσουμε με τρόπο αν η συνομιλήτριά μας έχει κάνει προσθετική στήθους.
- Κονίτσα;
- Τι κονίτσα;
- Σιλικονίτσα;
- Όχι παιδί μου! Κληρονομικό χάρισμα. Όλες στην οικογένεια έτσι είμαστε.
δείτε το video που ακολουθεί.
βλ. και κονάτο
Got a better definition? Add it!
Χιουμοριστική παραλλαγή κατά τη γραφή της έκφρασης «τον παίζω».
Η ευστοχία της οφείλεται στο γεγονός ότι ενώ ακούγεται και διαβάζεται ως μία εντελώς political correct έκφραση αναφερόμενη στον ηθοποιό Γιάννη Μπέζο, παρ' όλα αυτά μπορούμε να υπονοήσουμε κάτι όχι και τόσο σεμνό.
(συναντάται κυρίως σε sms, msn και γενικά net communities, γι' αυτό και τα greeklish)
- ela man. ti kaneis;
- ton Mpezo.
Got a better definition? Add it!
Το πουλί μου. Μάλλον κρατάει από Λάρισα μεριά. Λέγεται είτε χαριτολογώντας σαν αντικατάσταση της προσφώνησης «πουλί μου» ή «πουλάκι μου», είτε πιο χυδαία σαν αντικατάστατο του γενετήσιου μορίου.
Το λένε πιο συχνά οι γιαγιάδες στα εγγονάκια τους, οι κοπέλες σε φίλους / φίλες, αλλά και οι σταρχιδιστές για όλους.
- Έλα πλιμ να φας το αχλαδάκι που σου καθάρισα.
- Άσε με ρε γιαγιά, έχω ήδη φάει 2 κοτόπουλα, μισή κατσαρόλα πατάτες, 3 χωριάτικες, 1 τζατζίκι, 4 τυριά, μισό καρπούζι, 2μισυ πεπόνια, μία γαβάθα μανταρίνια και 9 κάστανα.
- Στην ανάπτυξη είσαι πλιμ. Πώς θα μεγαλώσεις αν δεν τρως;
- 23 χρονών είμαι ρε γιαγιά.
(σχόλιο κάτω από φωτογραφία στο facebook μίας κολλητής στην άλλη):
- Α ώστε έτσι πλιμ! Εσύ έκανες τα μπανάκια σου ωραία και καλά, κι εγώ δούλευα στο γραφείο... Σε μισωωωώ!
(σχόλιο από blog)
- Ρε δεν γαμιέστε όλοι; Ένα έχω να πω εγώ... ΤΟ ΠΛΙΜ!!!
Got a better definition? Add it!
Το ποδοσφαιρικό παιχνίδι αλάνας όπου ένας κάθεται τέρμα και οι υπόλοιποι προσπαθούν να του βάλουν γκολ μόνο αν, πριν το τελικό σουτ, έχει προηγηθεί πάσα-σέντρα στον αέρα. Αν η μπάλα βγει out -αλλά όχι πάνω από τα δοκάρια-, τότε ο τελευταίος που ακούμπησε τη μπάλα κάθεται τέρμα.
Αυτός που ορίζεται πρώτος τερματοφύλακας συνήθως ξεκινάει με 11 πόντους, ενώ οι υπόλοιποι με 9. Με κάθε γκολ που δέχεται, μειώνεται το σκορ του τερματοφύλακα κατά ένα. Βέβαια αν το γκολ επιτευχθεί με «τακουνάκι», με το στήθος, με «ανάποδο ψαλίδι» κτλ, τότε μετράει για παραπάνω γκολ.
- Λοιπόν, πάμε ένα ψηλάκι μέχρι να έρθουν και οι υπόλοιποι να ζεσταθούμε κιόλας;
Got a better definition? Add it!