ευχαριστούμε Xrhsto για τη βοήθειά σου. Ομολογώ πως δεν γνώριζα τη γαλλική ορολογία. Πάντως η ειρωνία και να έλειπε, πάλι στα ίδια θα ήμασταν.
επ δεν λέγεται μόνο από το ασθενές φύλο. Αλλά και από ρομαντικά αγόρια που χρησιμοποιούν το ρήμα «χουχουλιάζω» ως πρόσχημα για να έρθει η φιλενάδα κάτω από το «χουχουλιάρικο» τους πάπλωμα ;)
γνωστό και ως περασάδα.
επίσης χρησιμοποιείται καρά κόρον όταν ακούμε κέρματα να κουδουνίζουν στην τσέπη κάποιου :P
σύμφωνα με το kerkiraikolexiko.blogspot.com :
Μπικικίνι (το): Παλιό ευτελές νόμισμα (δεκάρα).
xalikouti μπορεί να έχει ελαττωθεί η χρησιμοποίησή του, αλλα σίγουρα δεν έχει εκλείψει, καθώς συνεχίζω να το ακούω αρκετά. Ακόμα και χαριτολογώντας βέβαια από παιδιά και νέους μεγαλύτερης ηλικίας.
Επίσης συνηθισμένη και η φράση «πάω να ρίξω έναν τζιρέ», (ή μία τζιρέ) που σημαίνει το ίδιο πράγμα.
χαχαχα! δεν είχα ιδέα για τον τουκανισμός! Φοβερή και 100% αληθινή πάθηση. Όταν εγραφα το 2ο παράδειγμα δεν τον είχα καν υπ' όψιν, αλλά ναι, μπορεί να αποτελέσει και μέθοδος σκαναρίσματος gay :P
συμφωνώ με acg. Και το παράδειγμα με προβληματίζει...
Πάντως πολύ εύστοχος ο ορισμός :)
το «από σπόντα» που δεν πήγαινε, κάποιοι το λέγανε «μπιλιαρδάκι».
Επίσης θυμάμαι την ερώτηση πριν το ξεκίνημα του κάθε παιχνιδιού: «ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΑΛΙΟΥΣ;». Θέλαμε να μάθουμε αν θα παίζαμε με τους παλιούς κανονισμούς ή τους καινούριους. Δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή ποια ήταν η διαφοροποίηση μεταξύ τους, νομίζω είχε να κάνει με το έμμεσο φάουλ και κάτι αλλες λεπτομέριες. Αν κάποιος θυμάται ας συμπληρώσει.
λογικός ο προβληματισμός σου αλλά είμαι σίγουρος ότι είναι τριτσ-. Ίσως να υπάρχει και η πριτσ-version :P
συναντάται και σκέτο ως παπάς, με την ίδια έννοια.
είσαι θέουλας!
επίσης χρησιμοποιείται ως τσούκος ή τσούκαυλος ή στην πιο extreme version του ως τσουκαυλόμυτος.
θεός ο Καναδός!
χαχαχα! Θυμάμαι μικρός στις αλάνες το άκουγα και σαν «γλετζιά» ή «γλεντζιά»!