Χημείο / χυμείο:
Περιγράφει μια κατάσταση όπου συναναστρέφεται πολύς κόσμος με διαφορετικές νοοτροπίες και κουλτούρες.
Ο χώρος όπου φυλάει κάποιος τα ναρκωτικά του.
1.- Τι λέει η νέα δουλειά;
- Άστα... εντελώς χημείο η φάση. Τουλάχιστον τα γκομενάκια είναι καλά.
1 comment
Hank
Νομίζω ότι είναι καλύτερο να ορθογραφηθεί «χυμείο» από το «χύμα». Λ.χ. ο τύπος είναι τελειως χυμείο!